Συνειδητές και εξωτερικές εκδηλώσεις του animus.
Η βασική πρόταση από την οποία ξεκινάω είναι ότι στον animus έχουμε να κάνουμε με μία αρσενική αρχή. Αλλά πώς πρέπει να χαρακτηριστεί αυτή η αρσενική αρχή; Νοηματικά αποδίδουν το Ελληνικό «Λόγος», η πεμπτουσία της αρσενικής αρχής φαίνεται πραγματικά να εκφράζεται. Συγχρόνως, βρίσκουμε σ’ αυτό μια προοδευτική ακολουθία, με κάθε στάδιο να έχει το αντίστοιχό του στην ζωή καθώς και στην ανάπτυξη του animus. Η δύναμη αντιστοιχεί πολύ καλά στο πρώτο στάδιο, η πράξη ακολουθεί, , έπειτα ο λόγος, και τελικά, σαν τελευταίο στάδιο, το νόημα. Θα μπορούσε να πή κανείς καλύτερα αντί για δύναμη, κατευθυνόμενη δύναμη – αυτό είναι η θέληση, επειδή η απλή δύναμη δεν είναι ακόμη ανθρώπινη, ούτε είναι πνευματική. Αυτός ο τετράπλευρος χαρακτήρας της αρχής του λόγου προϋποθέτει, όπως βλέπουμε, το στοιχείο της συνειδητότητας, επειδή χωρίς συνειδητότητα δεν μπορεί να νοηθή ούτε η θέληση, ούτε ο λόγος, ούτε η πράξη, ούτε το νόημα.
Συνολικά, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι οι ποιο πρωτόγονες μορφές αρσενικότητας έχουν ήδη αφομοιωθή από τις γυναίκες. Γενικά, έχουν βρη εδώ και καιρό τις εφαρμογές τους στον γυναικείο τρόπο ζωής, και ανέκαθεν έχουν υπάρξει γυναίκες που η δύναμη της θέλησής τους, η σκοπιμότητα των πράξεών τους, η δραστηριότητα και η ενεργητικότητά τους ενεργούν σαν βοηθητικές δυνάμεις στις κατά τα άλλα ήσυχες γυναικείες ζωές τους. Το πρόβλημα της σημερινής γυναίκας φαίνεται μάλλον να βρίσκεται στην τάση της απέναντι στον animus- λόγο, στο αρσενικό – διανοητικό στοιχείο στην πιο στενή έννοια.
Επειδή η επέκταση της συνειδητότητας σε γενική, ευρύτερη συνειδητότητα σε όλους τους τομείς φαίνεται να είναι μία αναπόφευκτη ανάγκη – καθώς και χάρισμα – του καιρού μας. Μια έκφραση αυτού είναι το γεγονός ότι μαζί με τις ανακαλύψεις και τις εφευρέσεις των τελευταίων πενήντα χρόνων, είχαμε επίσης την αρχή του ονομαζόμενου γυναικείου κινήματος, την πάλη των γυναικών για ίσα δικαιώματα με τους άνδρες. Ευτυχώς σήμερα έχουμε ξεπεράσει το χειρότερο προϊόν αυτού του αγώνα, την «γυναίκα-διανοούμενη».
Η γυναίκα έχει μάθει να βλέπη ότι δεν μπορεί να γίνει σαν τον άνδρα, επειδή, πρώτα και κύρια, είναι γυναίκα και πρέπει να είναι. Εντούτοις, παραμένει το γεγονός ότι ένα ορισμένο ποσόν αρσενικού πνεύματος έχει ωριμάσει στην συνείδηση της γυναίκας, και πρέπει να βρή το χώρο και την αποτελεσματικότητά του στην προσωπικότητά της. Το να μάθη να γνωρίζει κανείς αυτούς τους παράγοντες, και να τους συνδυάζη έτσι, που να μπορούν να παίζουν το ρόλο τους με ένα σημαντικό τρόπο, είναι ένα σπουδαίο μέρος του προβλήματος του animus.
Ούτε η αλαζονεία, ούτε η αναίδεια μας οδηγούν στην τόλμη να θέλουμε να μοιάσουμε με τον Θεό – δηλαδή, με τον άνδρα˙ δεν είμαστε σαν την αρχαία Εύα, που προσελκύσθηκε από την ομορφιά του καρπού του δέντρου της γνώσεως, ούτε το φίδι μας ενθαρρύνει να τον γευθούμε. Όχι, έχει έρθει σε μας κάτι σαν εντολή˙ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ανάγκη να δαγκώσουμε αυτό το μήλο, ανεξάρτητα αν το νομίζουμε καλό να το φάμε ή όχι, αντιμέτωποι με το γεγονός ότι ο παράδεισος της φύσης και της ασυνειδητότητας, στον οποίο πολλοί από εμάς πολύ ευχαρίστως θα φώλιαζαν με αδράνεια, έχει φύγει για πάντα.
Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα κατά βάση, ακόμη και αν στην επιφάνεια δείχνουν κάποτε διαφορετικά. Και επειδή πρόκειται για μια τόσο σημαντική στροφή, δεν θα πρέπει να μας εκπλήξουν ανεπιτυχείς προσπάθειες και χοντρές υπερβολές, ούτε να αφεθούμε να αποθαρρυνθούμε από αυτές. Πρέπει να προσθέσω εδώ ότι ξεκινάω από την άποψη ότι μέσα στον ανθρώπινο ον υπάρχει μία ορισμένη βασική ιδέα προς εκπλήρωση, όπως, για παράδειγμα, μέσα σε ένα αυγό ή σε ένα σπόρο καλαμποκιού, ήδη περιέχεται η ιδέα της ζωής που πρόκειται να προέλθη απ’ αυτό. Επομένως μιλάω για ένα ποσό διαθέσιμης ενέργειας, που προορίζεται για πνευματικές λειτουργίες, και πρέπει να διατεθή σ’ αυτές.
Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή είναι η κατάσταση με τη γυναίκα σήμερα. Κατ’ αρχήν, σπάνια βρίσκει ικανοποίηση στην καθιερωμένη θρησκεία, ειδικά αν είναι προτεστάντης. Η Εκκλησία που κάποτε ικανοποιούσε σε ένα μεγάλο βαθμό τις πνευματικές και διανοητικές της ανάγκες, δεν προσφέρει πιά αυτή την ικανοποίηση. Παλαιότερα ο animus, μαζί με τα σχετικά με αυτόν προβλήματα, μπορούσε να μεταβιβασθή στο υπερπέραν (γιατί για πολλές γυναίκες ο βιβλικός Θεός – Πατέρας αντιπροσώπευε μια μεταφυσική υπερανθρώπινη άποψη της εικόνας του animus), και όσο η πνευματικότητα μπορούσε έτσι να εκφρασθή πειστικά στις γενικά αποδεκτές μορφές της θρησκείας, δεν προέκυπτε καμμία σύγκρουση. Μόλις τώρα, που αυτό δεν μπορεί πιά να επιτευχθή, ανακύπτει το πρόβλημά μας.
Μία ακόμη αιτία για την ύπαρξη κάποιου προβλήματος όσον αφορά την διάθεση ψυχικής ενέργειας είναι ότι με τη δυνατότητα του ελέγχου των γεννήσεων έχει απελευθερωθεί ένα αξιόλογο ποσό ενέργειας. Είναι αμφίβολο κατά πόσο η ίδια η γυναίκα μπορεί να εκτιμήση σωστά πόσο μεγάλο είναι αυτό το ποσό, που χρειαζόταν προηγουμένως για να διατηρή μια συνεχή κατάσταση ετοιμότητας για το βιολογικό της έργο.
Μία τρίτη αιτία βρίσκεται στα επιτεύγματα της τεχνολογίας, που προσφέρουν καινούργια μέσα για τόσες πολλές εργασίες, στις οποίες η γυναίκα παλαιότερα εφάρμοζε την εφευρετικότητά και το δημιουργικό της πνεύμα. Όπου παλιά φυσούσε τη φωτιά στο τζάκι, και έτσι εκτελούσε ακόμη την πράξη του Προμηθέα, σήμερα γυρίζει τον διακόπτη του γκαζιού ή του ηλεκτρικού, και δεν έχει ιδέα του τι θυσιάζει με αυτούς τους πρακτικούς νεωτερισμούς, ούτε τι συνέπειες μπορεί να έχη αυτή η απώλεια. Επειδή κάθε τι που δεν γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο θα γίνη με ένα καινούργιο τρόπο, και αυτό δεν είναι εντελώς απλό ούτε και πάντα καλό. Υπάρχουν πολλές γυναίκες, που όταν φθάσουν στο επίπεδο όπου βρίσκονται αντιμέτωπες με διανοητικές ανάγκες, λένε «θα προτιμούσα να είχα κι άλλο ένα παιδί», για να αποφύγουν ή τουλάχιστον να αναβάλουν τη δυσάρεστη και ενοχλητική απαίτηση. Αλλά αργά ή γρήγορα μία γυναίκα πρέπει να προσαρμοσθή για να την αντιμετωπίση, επειδή οι βιολογικές ανάγκες φυσιολογικά μειώνονται προοδευτικά μετά το πρώτο μισό της ζωής, έτσι που σε κάθε περίπτωση μια αλλαγή στάσης είναι αναπόφευκτη, εάν η γυναίκα δεν θέλει να πέση θύμα μιάς νεύρωσης ή κάποιας άλλης μορφής αρρώστειας.
Επί πλέον, δεν είναι μόνο η απελευθερωμένη ψυχική ενέργεια που την φέρνει αντιμέτωπη με ένα καινούργιο έργο, αλλά εξ ίσου ο νόμος που προαναφέρθηκε του χρόνου – στιγμής, του κ α ι ρ ο ύ, στον οποίο όλοι είμαστε υποκείμενοι και από τον οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο και αν μας φαίνονται σκοτεινά τα όριά του. Πραγματικά, ο καιρός μας φαίνεται γενικά να απαιτή μια διεύρυνση της συνειδητότητας. Έτσι, στην ψυχολογία, έχουμε ανακαλύψει και ερευνούμε το ασυνείδητο˙ στην φυσική έχουμε ανακαλύψει φαινόμενα και διεργασίες – ακτίνες και κύματα, για παράδειγμα – που μέχρι τώρα ήταν ασύλληπτα, και δεν ανήκαν στην συνειδητή μας γνώση. Καινούργιοι κόσμοι, μαζί με τους νόμους που τους κυβερνούν, ανοίγουν, όπως για παράδειγμα αυτός του ατόμου. Επί πλέον ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο και τεχνικά τελειοποιημένα όργανα κάθε είδους φέρνουν τα απομακρυσμένα πράγματα κοντά, επεκτείνοντας το βεληνεκές των αισθητών μας αντιλήψεων σε όλη τη γη, και ακόμη πιο μακριά από αυτήν. Σε όλα αυτά εκφράζεται η επέκταση και ο φωτισμός της συνειδητότητας. Το να συζητήσουμε περισσότερο τις αιτίες και τους σκοπούς αυτού του φαινομένου θα μας οδηγούσε πολύ μακριά˙ το αναφέρω απλώς σαν έναν από τους παράγοντες στο πρόβλημα που είναι τόσο οξύ για την σημερινή γυναίκα, το πρόβλημα του animus.
Η αύξηση της συνειδητότητας προϋποθέτει μια διοχέτευση της ψυχικής ενέργειας σε καινούργια μονοπάτια. Όλος ο πολιτισμός, όπως ξέρουμε, εξαρτάται από μια τέτοια διοχέτευση ενέργειας, και η ικανότητα να την επιτύχουμε είναι αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα. Αλλά αυτή η διεργασία έχει μεγάλες δυσκολίες˙ πραγματικά, μας επηρεάζει σχεδόν όπως μια αμαρτία, ένα παράπτωμα, όπως δείχνεται σε μύθους όπως η πτώση του ανθρώπου ή η κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα, και έτσι μπορούμε να το δοκιμάσουμε και στη ζωή μας. Δεν είναι εκπληκτικό αυτό, επειδή έχει σχέση με την διακοπή ή την ανατροπή της φυσικής πορείας των πραγμάτων, πράγμα που είναι ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα. Γι’ αυτό τον λόγο, αυτή η διαδικασία συσχετίσθηκε πάντα στενά με θρησκευτικές ιδέες και τελετές. Πραγματικά, το θρησκευτικό μυστήριο, με την συμβολική εμπειρία του θανάτου και της αναγέννησης, πάντοτε σημαίνει αυτή τη μυστηριώδη και θαυμαστή διαδικασία μεταμόρφωσης.
Όπως είναι φανερό στους μύθους που μόλις αναφέρθηκαν, και που αφορούν την πτώση του ανθρώπου και την κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα, είναι ο λόγος – δηλαδή η γνώση, η συνειδητότητα με μια λέξη – που υψώνουν τον άνθρωπο πάνω από την φύση. Αλλά αυτό το επίτευγμα τον φέρνει σε μια τραγική θέση ανάμεσα στο ζώο και στον Θεό. Εξ αιτίας αυτού, δεν είναι πιά παιδί της μητέρας φύσης οδηγείται έξω από τον Παράδεισο, αλλά δεν είναι και θεός, επειδή είναι ακόμη αναπόδραστα δεμένος με το σώμα του και τους φυσικούς του νόμους, ακριβώς όπως ο Προμηθέας ήταν αλυσοδεμένος στον βράχο.
Παρ’ όλο που αυτή η οδυνηρή κατάσταση της αμφιταλάντευσης, της διχοτόμησης ανάμεσα στο πνεύμα και στη φύση, είναι από πολύ καιρό γνώριμη για τον άνθρωπο, μόνο τελευταία η γυναίκα έχει αρχίσει να αισθάνεται την σύγκρουση, και μ’ αυτή τη σύγκρουση, που πηγαίνει χέρι με χέρι με μια αύξηση της συνειδητότητας, ξαναγυρίζουμε στο πρόβλημα του animus που τελικά οδηγεί στα αντίθετα, στην φύση και το πνεύμα, και την εναρμόνισή τους.
Πώς δοκιμάζουμε αυτό το πρόβλημα; Πώς αντιλαμβανόμαστε την πνευματική αρχή; Πρώτα απ’ όλα το αντιλαμβανόμαστε στον εξωτερικό κόσμο˙ το παιδί συνήθως το βλέπει στον πατέρα, ή σε ένα πρόσωπο που έχει την θέση του πατέρα˙ αργότερα, πιθανόν, σε ένα δάσκαλο ή σύζυγο, φίλο, τελικά, επίσης, στα αντικειμενικά δείγματα του πνεύματος, στην Εκκλησία, στην πολιτεία και την κοινωνία με όλους τους θεσμούς τους, καθώς και στις δημιουργίες της επιστήμης και της τέχνης.
Είναι πιθανό ότι όλα τα όργανα ή οι οργανικές τάσεις προσελκύουν προς τον εαυτό τους κάποιο ποσό ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ετοιμότητα γιά λειτουργία, και ότι όταν ένα ορισμένο όργανο δέχεται ένα ανεπαρκές ποσό ενέργειας, αυτό το γεγονός γίνεται γνωστό από την εκδήλωση ενοχλήσεων ή από την εμφάνιση διαφόρων συμπτωμάτων. Εφαρμόζοντας αυτή την ιδέα στην ψυχή, θα μπορούσα να συμπεράνω από την παρουσία μιάς ισχυρής μορφής του animus – μιάς ονομαζόμενης «κατοχής από τον animus» – ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δίνει πολύ λίγη προσοχή στην αρσενική – διανοητική της τάση του «λόγου», και ή την έχει αναπτύξει και εφαρμόσει ανεπαρκώς, ή όχι με τον σωστό τρόπο..
Ίσως αυτό φαίνεται παράδοξο, επειδή, αν κοιτάξουμε εξωτερικά, φαίνεται σαν να είναι η θηλυκή αρχή που δεν λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη, μια και η συμπεριφορά αυτών των γυναικών εμφανίζεται επιφανειακά σαν πολύ αρσενική, και υποδηλώνει έλλειψη θηλυκότητας. Αλλά στην εξωτερική εκδήλωση της αρσενικότητας βλέπω περισσότερο ένα σύμπτωμα, ένα σημάδι ότι κάτι αρσενικό στην γυναίκα ζητάει την προσοχή. Είναι αλήθεια ότι αυτό που είναι αρχικά θηλυκό καταβάλλεται και καταπιέζεται από την αυταρχική είσοδο στην σκηνή αυτής της αρσενικότητας, αλλά το θηλυκό στοιχείο μπορεί να φθάση στην σωστή του θέση μόνο μέσα από μια υποχώρηση, που συνεπάγεται συμβιβασμό με το αρσενικό στοιχείο, τον animus.
Το να ασχολούμαστε με κάτι, απλώς με ένα διανοητικό ή αντικειμενικά αρσενικό τρόπο φαίνεται ανεπαρκές, όπως μπορούμε να το δούμε σε πολλές γυναίκες που τελείωσαν μία σειρά σπουδών και ασκούν ένα μέχρι τώρα αρσενικό, διανοητικό επάγγελμα, αλλά που, εντούτοις, δεν ήρθαν ποτέ σε συμφωνία με το πρόβλημα του animus. Τέτοια αρσενική εκπαίδευση και τρόπος ζωής μπορεί πολύ καλά να επιτευχθή μέσω της ταύτισης με τον animus, αλλά τότε η θηλυκή πλευρά αφήνεται έξω στο κρύο. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι ότι το θηλυκό διανοητικό στοιχείο, ο λόγος στη γυναίκα, πρέπει να πάρη τέτοια θέση μέσα στη φύση και τη ζωή της γυναίκας, ώστε να ακολουθήση την αρμονική συνεργασία ανάμεσα στους θηλυκούς και αρσενικούς παράγοντες, και κανένα μέρος να μην καταδικασθή σε μία σκιώδη ύπαρξη.
Το ίδιο είδος ασυσχέτιστης σκέψης εμφανίζεται επίσης σε έναν άνδρα όταν ταυτίζεται με τη λογική ή την αρχή του λόγου και δεν σκέφτεται ο ίδιος, αλλά αφήνει να σκέφτεται «αυτό». Τέτοιοι άνδρες είναι από τη φύση τους ιδιαίτερα κατάλληλοι για να ενσαρκώσουν τον animus μιας γυναίκας. Αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ περισσότερο μ’ αυτό το θέμα, επειδή εδώ με ενδιαφέρει αποκλειστικά η γυναικεία ψυχολογία.
Ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους με τους οποίους ο animus εκφράζεται, είναι, επομένως το να εκφέρη κρίσεις, και όπως συμβαίνει με τις κρίσεις, έτσι συμβαίνει με τις σκέψεις γενικά. Ξεκινώντας από μέσα της συσσωρεύονται πάνω στη γυναίκα σε ήδη ολοκληρωμένες, αναντίρρητες μορφές. Ή, εάν έρχονται από έξω, τις υιοθετεί επειδή της φαίνονται πειστικές ή ελκυστικές. Αλλά συνήθως δεν αισθάνεται την ανάγκη να σκεφθή βαθύτερα και έτσι να κατανοήση πραγματικά τις ιδέες που υιοθετεί, και που ίσως τις διακηρύττει ευρύτερα. Η μη ανεπτυγμένη δυνατότητα διάκρισης που έχει, φέρνει σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζη ανεκτίμητες και ασήμαντες ιδέες με τον ίδιον ενθουσιασμό ή με τον ίδιο σεβασμό, επειδή ο,τιδήποτε υποβάλλει την έννοια του πνεύματος την εντυπωσιάζει τρομερά, και ασκεί επάνω της μια μυστηριώδη γοητεία. Αυτό εξηγεί την επιτυχία των πολλών απατεώνων, που συχνά επιτυγχάνουν ανεξήγητα αποτελέσματα με ένα είδος ψευτο-πνευματικότητας. Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη της ικανότητας διάκρισης στη γυναίκα έχει μια καλή όψη: κάνει τη γυναίκα απροκατάληπτη, και επομένως συχνά ανακαλύπτει και εκτιμάει τις πνευματικές αξίες πιο γρήγορα από έναν άνδρα, που η ανεπτυγμένη κριτική του ικανότητα τον κάνει τόσο δύσπιστο και προκατειλημμένο, ώστε συχνά απαιτεί απ’ αυτόν αρκετό χρόνο το να δή μιαν αξία, που λιγότερο προκατειλημμένα πρόσωπα την έχουν πολύ πριν αναγνωρίσει.
Η πραγματική γυναικεία σκέψη (αναφέρομαι εδώ στις γυναίκες γενικά, ξέροντας καλά ότι υπάρχουν πολλές πολύ επάνω από αυτό το επίπεδο, που έχουν ήδη διαφοροποιήσει τη σκέψη τους και τις πνευματικές τους ιδιότητες σε μεγάλο βαθμό), είναι κατά κύριο λόγο πρακτική και εφαρμοσμένη.³ Είναι κάτι που περιγράφουμε σαν σταθερή κοινή λογική, και κατευθύνεται συνήθως σε κάτι κοντινό και προσωπικό. Ως αυτό το σημείο λειτουργεί επαρκώς στη δική του θέση, και δεν ανήκει πραγματικά σ’ αυτό που λέμε animus με τη στενή έννοια. Μόνον όταν η πνευματική ικανότητα τής γυναίκας δεν εφαρμόζεται πια στη ρύθμιση των καθημερινών εργασιών αλλά προχωράει πιο πέρα, αναζητώντας ένα καινούργιο πεδίο δραστηριότητας, ο animus έρχεται στο προσκήνιο.
Γενικά, μπορεί να πη κανείς ότι η γυναικεία πνευματικότητα εκδηλώνεται εξωτερικά με έναν μη ανεπτυγμένο, παιδικό ή πρωτόγονο χαρακτήρα˙ αντί για τη δίψα της γνώσης, η περιέργεια˙ αντί για την κρίση, η προκατάληψη˙ αντί για τη σκέψη, η φαντασία ή η ονειροπόληση˙ αντί για τη θέληση, η επιθυμία.
Όπου ένας άνδρας απασχολείται με αντικειμενικά προβλήματα, μια γυναίκα ικανοποιείται λύνοντας σπαζοκεφαλιές˙ όπου αυτός αγωνίζεται για γνώση και κατανόηση, αυτή ικανοποιείται με την πίστη ή την πρόληψη, ή αλλοιώς κάνει υποθέσεις.
Η ονομαζόμενη ευχετική σκέψη αντιστοιχεί επίσης σε ένα ορισμένο στάδιο στην ανάπτυξη του πνεύματος. Εμφανίζεται σαν μοτίβο στα παραμύθια, χαρακτηρίζοντας συχνά κάτι στο παρελθόν, όπως όταν οι ιστορίες αναφέρονται «στον καιρό όπου οι ευχές μπορούσαν ακόμη να βοηθήσουν». Το μαγικό στοιχείο της ευχής να συμβή κάτι σε κάποιο πρόσωπο, βασίζεται στην ίδια ιδέα.
Ο Grimm λέει: « Η ευχή είναι η δύναμη που μετράει, ξεχειλίζει, δίνει, δημιουργεί. Είναι η δύναμη που διαμορφώνει, φαντάζεται, σκέφτεται, και είναι επομένως φαντασία, ιδέα, μορφή ». Και αλλού γράφει: « Στα Σανσκριτικά η ευχή ονομάζεται monoratha, ο τροχός του πνεύματος – η ευχή γυρίζει τον τροχό της σκέψης.
Ο animus της γυναίκας στην υπερανθρώπινη θεία πλευρά του μπορεί να συγκριθή με ένα τέτοιο πνεύμα και θεό του ανέμου˙ βρίσκουμε τον animus σε παρόμοια μορφή σε φαντασιώσεις και όνειρα, και αυτός ο χαρακτήρας της επιθυμίας προσιδιάζει στην γυναικεία σκέψη. Αν έχουμε κατά νου ότι η δύναμη της φαντασίας δεν σημαίνει για τον άνδρα τίποτε περισσότερο από την δυνατότητα να δημιουργή κατά βούληση μια πνευματική εικόνα οποιουδήποτε πράγματος θελήση, και ότι αυτή η εικόνα, αν και άϋλη, δεν μπορεί να στερηθή τον χαρακτήρα του πραγματικού, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πώς η φαντασία, η σκέψη, η επιθυμία και η δημιουργία έχουν θεωρηθή ισοδύναμα. Ιδιαίτερα σε μια ασυνείδητη κατάσταση, όπως η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα δεν διακρίνονται με σαφήνεια αλλά διεισδύουν η μία στην άλλη, είναι πολύ πιθανό μια πνευματική πραγματικότητα, δηλαδή μια σκέψη ή μια εικόνα, να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην εξωτερική πραγματικότητα. Το ίδιο φαινόμενο συναντιέται, πολύ καθαρά εκφρασμένο, στην γυναικεία πνευματικότητα.
Ανακαλύπτουμε με έκπληξη, όταν εξετάζουμε τα πράγματα από κοντά, πόσο συχνά μας έρχεται η σκέψη ότι όλα πρέπει να συμβούν με ένα ορισμένο τρόπο, ή ότι ένα πρόσωπο που μας ενδιαφέρει κάνει αυτό ή εκείνο, ή το έχει κάνει, ή θα το κάνη. Δεν παύουμε να συγκρίνουμε αυτές τις ενοράσεις με την πραγματικότητα. Ήδη είμαστε πεπεισμένοι για την αλήθεια τους, ή τουλάχιστον τείνουμε να πιστεύουμε ότι η γενική ιδέα τους είναι αληθινή, και ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Άλλες μορφές φαντασιώσεων εκλαμβάνονται το ίδιο πρόθυμα σαν πραγματικές, και μπορούν μερικές φορές ακόμη και να εμφανιστούν με συγκεκριμένη μορφή.
Μία από τις δραστηριότητες του animus από τις πιο δύσκολες στην ανακάλυψή της βρίσκεται σ’ αυτόν το χώρο, δηλαδή στην κατασκευή μιάς επιθυμητής εικόνας του εαυτού μας. Ο animus είναι ειδικός στο να σχεδιάζει και να κάνη πειστική μια εικόνα που μας παριστάνει όπως θα θέλαμε να φαινόμαστε, για παράδειγμα σαν «ο ιδανικός εραστής», «το αξιολύπητό αβοήθητο παιδάκι», «η ανιδιοτελής υπηρέτρια», «το ασυνήθιστα αυθεντικό άτομο», «αυτός που γεννήθηκε πραγματικά για κάτι καλύτερο», και ούτω καθεξής. Αυτή η λειτουργία δίνει φυσικά στον animus την δύναμη που εξασκεί επάνω μας, ώσπου με την θέλησή μας ή από ανάγκη αποφασίσουμε να θυσιάσουμε την ρόδινα χρωματισμένη εικόνα, και να δούμε τους εαυτούς μας όπως πραγματικά είμαστε.
Πολύ συχνά η γυναικεία δραστηριότητα εκφράζεται επίσης με μία αναπόληση του παρελθόντος σχετικά με ότι θα έπρεπε να είχαμε κάνει διαφορετικά στη ζωή, και για το πώς θα έπρεπε να το είχαμε κάνει. Ή, σαν να βρισκόμαστε κάτω από έναν τέτοιο καταναγκασμό, φτιάχνουμε κλωστές τυχαίων συνδέσεων. Μας αρέσει να το ονομάζουμε αυτό σκέψη˙ αν και, αντίθετα, είναι μία μορφή πνευματικής δραστηριότητας κατά παράξενο τρόπο άσκοπης και αντιπαραγωγικής, μια μορφή που αληθινά οδηγεί μόνο στον αυτοβασανισμό. Και εδώ επίσης υπάρχει η χαρακτηριστική αποτυχία στην διάκριση του πραγματικού και του προϊόντος της σκέψης ή της φαντασίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι η γυναικεία σκέψη, όσο δεν ασχολείται πρακτικά με κάτι σαν την στέρεα κοινή λογική, δεν είναι στην πραγματικότητα σκέψη, αλλά μάλλον όνειρο, φαντασία, επιθυμία και φόβος (δηλαδή αρνητική επιθυμία). Η δύναμη και η εξουσία του φαινομένου animus μπορεί φυσικά να εξηγηθή από την πρωτόγονη έλλειψη πνευματικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα. Επειδή ο,τι ανήκει στο πνεύμα – δηλαδή στην σκέψη – έχει συγχρόνως τον χαρακτήρα της αναμφισβήτητης πραγματικότητας, αυτό που λέει ο animus φαίνεται επίσης αναμφισβήτητα να είναι αληθινό.
Και τώρα ερχόμαστε στη μαγεία των λέξεων. Μια λέξη όπως ακριβώς και μια ιδέα ή μια σκέψη, αφήνει την εντύπωση του πραγματικού πάνω σε μη διαφοροποιημένα πνεύματα. Ο Βιβλικός μύθος της Δημιουργίας, για παράδειγμα, όπου ο κόσμος γεννιέται από τον προφορικό λόγο του Δημιουργού, είναι μία έκφραση αυτού του γεγονότος. Ο animus, επίσης, κατέχει τη μαγική δύναμη των λέξεων, και επομένως άνδρες που έχουν το χάρισμα της ρητορείας μπορούν να ασκήσουν καταναγκαστική επίδραση πάνω σε γυναίκες, και με την καλή και με την κακή έννοια. Πηγαίνω πολύ μακριά όταν λέω πως η μαγεία της λέξης,, η τέχνη του λόγου, είναι εκείνο το πράγμα σ’ έναν άνδρα μέσω του οποίου μια γυναίκα αιχμαλωτίζεται πιο σίγουρα και παρασύρεται πιο συχνά ; Αλλά δεν είναι μόνο η γυναίκα που βρίσκεται κάτω από τη μαγεία των λέξεων˙ το φαινόμενο κυριαρχεί παντού. Τα ιερά αρχαία σύμβολα του αλφαβήτου, τα ινδικά mantras, οι προσευχές και οι μαγικοί τύποι κάθε είδους μέχρι τις σύγχρονες τεχνικές εκφράσεις και τα σλόγκαν, όλα μαρτυρούν τη μαγική δύναμη του πνεύματος που έχει η λέξη.
Εντούτοις, μπορούμε να πούμε γενικά ότι η γυναίκα είναι πιο δεκτική σε τέτοια μαγικά ξόρκια από έναν άνδρα αντίστοιχου πολιτιστικού επιπέδου. Ένας άνδρας έχει από τη φύση του την ώθηση να καταλάβη τα πράγματα με τα οποία ασχολείται˙ τα μικρά αγόρια έχουν ιδιαίτερη αδυναμία να διαλύουν τα παιχνίδια τους για να δούν πώς είναι μέσα ή πώς λειτουργούν. Σε μια γυναίκα αυτή η ανάγκη εκφράζεται πολύ λιγότερο. Μπορεί εύκολα να δουλεύη με εργαλεία ή μηχανές, χωρίς να της έρθη ποτέ η σκέψη να θέλη να μελετήση ή να κατανοήση την κατασκευή τους. Με όμοιο τρόπο, μπορεί να εντυπωσιαστή από μια λέξη που ακούγεται σαν σπουδαία, χωρίς να αντιληφθή ποτέ το ακριβές της νόημα. Ένας άνδρας έχει πολύ περισσότερο την τάση να ανιχνεύη το νόημα.
Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση του animus δεν είναι σε μια σχηματισμένη εικόνα (Gestalt), αλλά μάλλον σε λέξεις (λόγος επίσης σημαίνει την ομιλία). Μας έρχεται σαν μια φωνή που σχολιάζει κάθε κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, ή διακηρύσσει κανόνες συμπεριφοράς γενικά εφαρμόσιμους. Συχνά αυτός είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε για πρώτη φορά τον animus σε αντίθεση με το εγώ, πολύ πριν αποκρυσταλλωθή ( ο animus ) σε μια προσωπική εικόνα. Από όσο έχω παρατηρήσει, αυτή η φωνή εκφράζεται κυρίως με δύο τρόπους. Πρώτα ακούμε από αυτόν ένα κριτικό, συνήθως αρνητικό σχόλιο σε κάθε μας κίνηση, μιαν ακριβή εξέταση όλων των κινήτρων και των προθέσεων, κάτι που φυσιολογικά προκαλεί πάντοτε αισθήματα κατωτερότητος , και τείνει να πνίξη στη γένεσή της κάθε πρωτοβουλία και κάθε επιθυμία για αυτοέκφραση. Από καιρό σε καιρό αυτή η ίδια φωνή μπορεί επίσης να εκφράση έναν υπερβολικό έπαινο, και το αποτέλεσμα αυτών των άκρων στις κρίσεις είναι να ταλαντεύεται κάποιος ανάμεσα στην αίσθηση της τέλεια μηδαμινότητας, και σε μια διογκωμένη αίσθηση της αξίας και της σπουδαιότητας κάποιου. Ο δεύτερος τρόπος ομιλίας του animus περιορίζεται λίγο-πολύ αποκλειστικά στο να προφέρη διαταγές ή απαγορεύσεις και στο να εκφράζη γενικά αποδεκτές απόψεις.
Μου φαίνεται ότι δύο σπουδαίες πλευρές της λειτουργίας του λόγου εκφράζονται εδώ. Από την μια πλευρά έχουμε τη διάκριση, την κρίση και την κατανόηση˙ από την άλλη, την αφαιρετική ικανότητα και τη διατύπωση γενικών νόμων. Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε, ότι όπου υπερισχύει το πρώτο είδος λειτουργίας η μορφή του animus εμφανίζεται σαν ένα μοναδικό πρόσωπο, ενώ εάν υπερισχύη το δεύτερο είδος λειτουργίας, εμφανίζεται σαν μια πολλαπλότητα, ένα είδος συμβουλίου. Η διάκριση και η κρίση είναι κυρίως ατομικά χαρακτηριστικά, ενώ η διατύπωση νόμων και η αφαίρεση προϋποθέτει μια συμφωνία εκ μέρους πολλών, επομένως εκφράζεται πιο ταιριαστά από μιαν ομάδα.
Είναι γνωστό ότι μια πραγματικά δημιουργική ικανότητα του πνεύματος είναι σπάνιο πράγμα στη γυναίκα. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που έχουν αναπτύξει τις δυνατότητες σκέψης, διάκρισης και κρίσης σε μεγάλο βαθμό, αλλά πολύ λίγες υπάρχουν που να είναι πραγματικά δημιουργικές με τον τρόπο που είναι ένας άνδρας. Λέγεται με κακεντρέχεια ότι στη γυναίκα λείπει τόσο πολύ το χάρισμα της εφευρετικότητας, ώστε αν το κουτάλι της κουζίνας δεν είχε εφευρεθή από έναν άνδρα, θα ανακατεύαμε ακόμη τη σούπα με ένα ξύλο.
Η δημιουργικότητα της γυναίκας βρίσκει την έκφρασή της στη σφαίρα της ζωής, όχι μόνο στις βιολογικές λειτουργίες της σαν μητέρας, αλλά στη διαμόρφωση της ζωής γενικά, είτε στη δραστηριότητά της ως εκπαιδευτικού, στον ρόλο της σαν συντρόφου του άνδρα, σαν μητέρας στο σπίτι, ή σε κάποιαν άλλη μορφή. Η ανάπτυξη σχέσεων έχει πρωταρχική σημασία για τη διαμόρφωση της ζωής, και αυτό είναι το πραγματικό πεδίο της γυναικείας δημιουργικής δύναμης. Ανάμεσα στις τέχνες, το θέατρο είναι πρώτα και κύρια αυτή, στην οποία η γυναίκα μπορεί να επιτύχη ισότητα με τον άνδρα. Στην ηθοποιία οι άνθρωποι, οι σχέσεις και η ζωή παίρνουν μορφή, και έτσι η γυναίκα είναι εδώ τόσο δημιουργική όσο και ο άνδρας. Συναντάμε δημιουργικά στοιχεία επίσης στα προϊόντα του ασυνειδήτου, στα όνειρα, στις φαντασιώσεις ή στις φράσεις που έρχονται αυθόρμητα στις γυναίκες. Αυτά τα προϊόντα συχνά περιέχουν σκέψεις, απόψεις, αλήθειες καθαρά αντικειμενικής, απόλυτα απρόσωπης φύσης. Ο διαλογισμός πάνω σ’ αυτού του είδους τη γνώση και τα περιεχόμενα είναι ουσιαστικά η λειτουργία του ανώτερου animus.
Στα όνειρα βρίσκουμε συχνά αρκετά αφηρημένα επιστημονικά σύμβολα που δύσκολα μπορούν να ερμηνευθούν σε προσωπικό επίπεδο, αλλά αντιπροσωπεύουν αντικειμενικές ανακαλύψεις ή ιδέες, για τις οποίες κανένας δεν νοιώθει μεγαλύτερη, ίσως, έκπληξη από την ίδια την ονειρευόμενη. Αυτό είναι ιδιαίτερα εκπληκτικό στις γυναίκες που έχουν ελλιπώς ανεπτυγμένη την ικανότητα σκέψης, ή έχουν περιορισμένη παιδεία. Ξέρω μια γυναίκα στην οποία η σκέψη είναι η «κατώτερη λειτουργία», που τα όνειρά της αναφέρουν συχνά προβλήματα αστρονομίας και φυσικής, και επίσης αναφέρονται σε τεχνικά εργαλεία κάθε είδους. Μια άλλη γυναίκα, αρκετά μη ορθολογικού τύπου, όταν αναπαρίστανε περιεχόμενα του ασυνειδήτου σχεδίαζε αυστηρά γεωμετρικές μορφές κρυσταλλοειδούς δομής, σαν αυτές που βρίσκουμε σε βιβλία γεωμετρίας ή ορυκτολογίας. Σε άλλες επίσης, ο animus φέρνει ιδέες για τον κόσμο και την ζωή που φθάνουν πολύ μακρύτερα από τη συνειδητή τους σκέψη, και δείχνουν μια δημιουργική ικανότητα που δεν μπορεί να την αρνηθή κανείς.
Όμως, στο πεδίο όπου η δημιουργική δραστηριότητα της γυναίκας ανθεί περισσότερο χαρακτηριστικά, δηλαδή στις ανθρώπινες σχέσεις, ο δημιουργικός παράγοντας πηγάζει από το συναίσθημα συνδυασμένο με την ενόραση ή την αίσθηση, περισσότερο από ό,τι από τον νου με την έννοια του λόγου. Εδώ ο animus μπορεί να γίνη πραγματικά επικίνδυνος, γιατί διεισδύει μέσα στη σχέση, στη θέση του συναισθήματος, κάνοντας έτσι τη συσχέτιση δύσκολη ή αδύνατη.
Συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, αντί να καταλαβαίνουμε μιαν κατάσταση ή ένα πρόσωπο μέσα από το συναίσθημα και την πράξη ανάλογα, να σκεφθούμε κάτι σχετικά με την κατάσταση ή το πρόσωπο, και να δώσουμε μια γνώμη στη θέση μιας ανθρώπινης αντίδρασης. Αυτό μπορεί να είναι αρκετά σωστό, καλοπροαίρετο και έξυπνο, αλλά δεν έχει αποτέλεσμα, ή έχει στραβό αποτέλεσμα, επειδή είναι σωστό μόνο με έναν αντικειμενικό, εξωτερικό τρόπο. Από την υποκειμενική, ανθρώπινη πλευρά είναι λάθος, επειδή εκείνη τη στιγμή ο σύντροφος ή το σχετιζόμενο μ’ εμάς πρόσωπο υπηρετούνται καλύτερα, όχι με τη διάκριση ή την αντικειμενικότητα, αλλά με το αίσθημα της συμπάθειας.
Συμβαίνει πολύ συχνά να παίρνη μια γυναίκα μια τέτοια αντικειμενική στάση πιστεύοντας ότι συμπεριφέρεται αξιοθαύμαστα, αλλά το αποτέλεσμα είναι να καταστρέψη εντελώς την κατάσταση. Η ανικανότητα να καταλάβη κάποια γυναίκα ότι η διάκριση, η λογική και η αντικειμενικότητα είναι ακατάλληλα σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πραγματικά εκπληκτική. Μπορώ να το εξηγήσω αυτό μόνο με το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν συνηθίσει να σκέφτονται τον αρσενικό τρόπο συμπεριφοράς σαν κάτι καθ’ εαυτό πιο πολύτιμο από τον θηλυκό τρόπο, και ανώτερο από αυτόν. Πιστεύουμε ότι μια αρσενική αντικειμενική στάση είναι καλύτερη σε κάθε περίπτωση από μια θηλυκή και προσωπική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε γυναίκες που έχουν ήδη επιτύχει ένα ορισμένο επίπεδο συνειδητότητας και μιαν εκτίμηση των ιδιοτήτων της λογικής.
Εδώ έρχομαι σε μια πολύ σπουδαία διαφορά ανάμεσα στο πρόβλημα του animus της γυναίκας και στο πρόβλημα της anima του άνδρα, μια διαφορά που μου φαίνεται πως έχει αντιμετωπιστή με πολύ λίγη προσοχή. Όταν ένας άνδρας έχει ανακαλύψει την anima του και έχει έρθει σε συμβιβασμό μαζί της, πρέπει να αναλάβη κάποια δραστηριότητα που πριν του φαινόταν κατώτερη. Έχει λίγη σημασία το ότι φυσιολογικά η μορφή της anima, είτε είναι εικόνα είτε ανθρώπινο όν, είναι γοητευτικά ελκυστική, και επομένως εμφανίζεται σαν πολύτιμη.
Μέχρι σήμερα στον κόσμο μας η θηλυκή αρχή, σε σχέση με την αρσενική, έχει πάντα θεωρηθή σαν κάτι κατώτερο. Μόλις τώρα αρχίζουμε να της αποδίδουμε δικαιοσύνη. Αποκαλυπτικές εκφράσεις όπως «είναι μόνο ένα κορίτσι» ή «ένα αγόρι δεν το κάνει αυτό», συχνά λέγονται στα αγόρια για να δείξουν ότι η συμπεριφορά τους είναι αξιοκατάκριτη. Έπειτα, και οι νόμοι μας δείχνουν καθαρά πόσο διαδεδομένη υπήρξε η ιδέα της κατωτερότητας της γυναίκας. Ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη ο νόμος βάζει καθαρά τον άνδρα πάνω από τη γυναίκα, του δίνει μεγαλύτερα προνόμια, τον κάνει κηδεμόνα της, και ούτω καθεξής. Αποτέλεσμα είναι, όταν ο άνδρας έρθη σε σχέση με την anima του να πρέπη να κατέβη από κάποιο ύψος, να ξεπεράση μιαν αντίδραση – δηλαδή την υπερηφάνειά του – αναγνωρίζοντας ότι αυτή είναι «η κυρίαρχη Κυρία » (Herrin ) όπως την ονόμασε ο Spitteler ή, με τα λόγια του Rider Haggard, « αυτή που πρέπει να την υπακούσουν ».
Με τη γυναίκα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν αναφέρουμε τον animus σαν « αυτόν που πρέπει να τον υπακούουμε », αλλά μάλλον σαν το αντίθετο, επειδή είναι πολύ εύκολο για τη γυναίκα να υπακούση στην αυθεντία του animus – ή του άνδρα – με δουλική υποταγή. Παρ’ όλο που μπορεί να σκέφτεται αλλοιώς συνειδητά, η ιδέα ότι αυτό που είναι αρσενικό είναι από μόνο του μεγαλύτερης αξίας από ό,τι είναι θηλυκό, κυλάει μέσα στο αίμα της. Αυτό συμβάλλει πολύ στην εξύψωση της εικόνας του animus. Αυτό που εμείς οι γυναίκες έχουμε να ξεπεράσουμε στη σχέση μας με τον animus δεν είναι η υπερηφάνεια, αλλά η έλλειψη αυτοπεποίθησης και η αντίσταση της αδράνειας. Για μας δεν είναι σαν να πρέπη να ταπεινώσουμε τον εαυτό μας (εκτός εάν έχουμε ταυτισθή με τον animus ), αλλά σαν να πρέπη να εξυψώσουμε τον εαυτό μας. Σ’ αυτό συχνά αποτυγχάνουμε από έλλειψη θάρρους και δύναμη θέλησης. Μας φαίνεται αναίδεια να αντιτάξουμε τη δική μας μη αυθεντική πεποίθηση στις κρίσεις του animus, ή του άνδρα, που διεκδικούν καθολικό κύρος.
Το να φθάση μια γυναίκα σε ένα τέτοιο σημείο φανερά τολμηρής πνευματικής ανεξαρτησίας συχνά κοστίζει πολύ, ειδικά επειδή μπορεί να παρεξηγηθή ή να παρερμηνευθή. Αλλά χωρίς αυτό το είδος της επανάστασης, ανεξάρτητα από το τί συνέπειες θα πρέπη να υποστή, ποτέ δεν θα ελευθερωθή από τη δύναμη του τυράννου, ποτέ δεν θα βρή τον εαυτό της. Αν το δούμε εξωτερικά, συχνά φαίνεται να συμβαίνη ακριβώς το αντίθετο˙ επειδή πάρα πολύ συχνά έχουμε συνείδηση μόνο μιας υπερβολικής αυτοπεποίθησης, και πολύ λίγη μετριοφροσύνη ή έλλειψη εμπιστοσύνης είναι φανερή. Στην πραγματικότητα, αυτή η προκλητική και υπερβολικά σίγουρη, ακόμη και φιλόνεικη στάση, θα έπρεπε να κατευθύνεται ενάντια στον animus, και αυτή την πρόθεση έχει μερικές φορές, αλλά γενικά είναι το σημάδι μιας λίγο ή πολύ τέλειας ταύτισης μαζί του.
Δεν υποφέρουμε μόνο στην Ευρώπη από αυτή την ξεπερασμένη ήδη λατρεία του άνδρα, την υπερεκτίμηση του αρσενικού. Στην Αμερική, επίσης, όπου είναι συνήθεια να μιλάη κανείς για μια λατρεία της γυναίκας, η τάση δεν φαίνεται να είναι βασικά διαφορετική. Μία Αμερικανίδα γιατρός με μεγάλη πείρα μού είπε ότι όλες οι ασθενείς της πάσχουν από μιαν υποτίμηση του φύλου τους, και ότι θα πρέπη να τους εμπνεύση την αναγκαιότητα της σωστής εκτίμησης του γυναικείου φύλου.. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν εξαιρετικά λίγοι άνδρες που υποτιμούν το φύλο τους˙ αντίθετα, στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι γι’ αυτό. Υπάρχουν πολλά κορίτσια που θα ήθελαν ευχαρίστως να είναι αγόρια, αλλά ένα αγόρι ή ένας άνδρας που θα ήθελε να είναι κοπέλλα θα εθεωρείτο σχεδόν διεστραμμένος.
Το φυσικό αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι η θέση της γυναίκας απέναντι στον animus είναι πολύ διαφορετική από τη σχέση ενός άνδρα με την anima. Και εξ αιτίας αυτής της διαφοράς στάσης, πολλά φαινόμενα που ο άνδρας δεν μπορεί να κατανοήση σαν παράλληλα στην εμπειρία του της anima, και αντίστροφα, πρέπει να αποδοθούν στο γεγονός ότι σ’ αυτά τα προβλήματα το έργο του άνδρα και της γυναίκας είναι διαφορετικό.
Πρέπει να είναι βέβαιος κανείς ότι η γυναίκα δεν μπορεί να αποφύγη τη θυσία. Πραγματικά, η συνειδητοποίησή της σημαίνει να απαρνηθή την ειδικά γυναικεία της δύναμη. Γιατί με την ασυνειδητότητά της η γυναίκα ασκεί μια μαγική επίδραση πάνω στον άνδρα, μια γοητεία που της δίνει επιρροή επάνω του. Επειδή διαισθάνεται αυτή τη δύναμη από ένστικτο και δεν θέλει να την εγκαταλείψη, συχνά αντιστέκεται μέχρις εσχάτων στη διαδικασία της συνειδητοποίησης, παρ’ όλο που ό,τι ανήκει στο πνεύμα μπορεί να της φαίνεται ιδιαίτερα άξιο για να αγωνισθή γι’ αυτό. Πολλές γυναίκες κρατάνε τους εαυτούς του ακόμη και τεχνητά στο ασυνείδητο, ακριβώς για να αποφύγουν να κάνουν αυτή τη θυσία. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η γυναίκα πολύ συχνά υποστηρίζεται σ’ αυτή τη στάση από τον άνδρα. Πολλοί άνδρες βρίσκουν ευχαρίστηση στην ασυνειδητότητα της γυναίκας. Έχουν σαν σκοπό τους να εμποδίσουν την ανάπτυξη ευρύτερης συνειδητότητας σ’ αυτήν με κάθε δυνατό τρόπο, επειδή τους φαίνεται δυσάρεστη και περιττή.
Ένα άλλο σημείο που συχνά παραβλέπεται και που θα ήθελα να αναφέρω βρίσκεται στη λειτουργία του animus σε αντίθεση με αυτή της anima. Συνήθως λέμε ότι ο animus και η anima είναι οι μεσολαβητές ανάμεσα στα περιεχόμενα του ασυνειδήτου και την συνείδηση, εννοώντας μ’ αυτό ότι κάνουν και οι δύο το ίδιο πράγμα. Αυτό ισχύει πραγματικά με έναν γενικό τρόπο, αλλά μου φαίνεται σημαντικό να υπογραμμίσω τη διαφορά στους ρόλους που παίζονται από τον animus και την anima.
Η μεταβίβαση των περιεχομένων του ασυνειδήτου με σκοπό να γίνουν ορατά είναι ο ιδιαίτερος ρόλος της anima. Βοηθάει τον άνδρα να αντιληφθή αυτά τα αλλοιώς σκοτεινά πράγματα. Μια αναγκαία προϋπόθεση γι’ αυτό είναι κάποιου είδους θάμπωμα της συνείδησης˙ δηλαδή, η εγκαθίδρυση μιας πιο θηλυκής συνειδητότητας, λιγότερο οξείας και καθαρής από του άνδρα, αλλά που είναι μ’ αυτό τον τρόπο ικανή να αντιλαμβάνεται σε ένα ευρύτερο πεδίο πράγματα που είναι ακόμη σκιώδη. Το προφητικό χάρισμα της γυναίκας, η διαισθητική της ικανότητα, έχουν πάντα αναγνωρισθή. Επειδή δεν έχει εστιάσει την όραση της σε ένα σημείο, έχει συνείδηση αυτού που είναι σκοτεινό, και τη δύναμη να βλέπη αυτό που είναι κρυμμένο από ένα οξύτερο βλέμμα. Αυτή η θέση, αυτή η αντίληψη αυτού που είναι αλλοιώς ορατό, γίνεται δυνατή για τον άνδρα από την anima.
Με τον animus, η έμφαση δεν βρίσκεται στην απλή αντίληψη – που όπως ειπώθηκε ήταν πάντα χάρισμα της γυναίκας – αλλά σύμφωνα με τη φύση του λόγου, η έμφαση βρίσκεται στη γνώση, και ειδικά στην κατανόηση. Είναι έργο του animus να δίνη το νόημα μάλλον παρά την εικόνα.
Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι επωφελούμαστε από τον animus αν παραδοθούμε παθητικά σε φαντασιώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γενικά δεν είναι επίτευγμα για μια γυναίκα να αφεθή στις δυνάμεις της φαντασίας της˙ μη λογικά ψυχικά περιεχόμενα ή εικόνες τής φαίνονται σαν κάτι αρκετά φυσικό˙ ενώ για τον άνδρα η ενασχόληση με αυτά τα πράγματα είναι μια επιτυχία, ένα είδος θυσίας της λογικής, μια κάθοδος από το φως στο σκοτάδι, από τη σαφήνεια στη θολότητα, μόνο με δυσκολία λέει στον εαυτό του ότι όλα τα ακατανόητα ή ακόμη φαινομενικά στερημένα από νόημα περιεχόμενα του ασυνειδήτου μπορούν, εντούτοις, να έχουν αξία. Επί πλέον, η παθητική στάση που απαιτούν τα οράματα συμφωνεί λίγο με την ενεργητική φύση του άνδρα.
Για μια γυναίκα, αυτό δεν φαίνεται δύσκολο. Αυτή δεν έχει επιφυλάξεις όσον αφορά το μη λογικό στοιχείο, δεν χρειάζεται να βρη αμέσως ένα νόημα σε όλα, δεν είναι απρόθυμη να παραμείνη παθητική ενώ τα πράγματα περνούν από πάνω της. Για γυναίκες στις οποίες το ασυνείδητο δεν είναι εύκολα προσιτό, που βρίσκουν πρόσβαση στα περιεχόμενά του μόνο με δυσκολία, ο animus μπορεί να αποτελέση περισσότερο εμπόδιο παρά βοήθεια εάν προσπαθή να αναλύση και να καταλάβη κάθε εικόνα που αναδύεται, πριν αυτή γίνη κατάλληλα αντιληπτή. Μόνο αφού αυτά τα περιεχόμενα μπούν στη συνείδηση, και ίσως αφού ήδη πάρουν μορφή, πρέπει ο animus να ασκήση τη δική του επίδραση. Τότε, πραγματικά, η βοήθειά του είναι ανεκτίμητη, επειδή μας βοηθάει να κατανοήσουμε και να βρούμε κάποιο νόημα.
Παρ’ όλα αυτά, μερικές φορές κάποιο νόημα μάς μεταβιβάζεται κατ’ ευθείαν από το ασυνείδητο, όχι μέσα από εικόνες ή σύμβολα, αλλά μέσα από αναλαμπές γνώσης που έχει ήδη διαμορφωθή σε λέξεις. Αυτή είναι πραγματικά μια πολύ χαρακτηριστική μορφή έκφρασης του animus. Παρ’ όλα αυτά είναι συχνά δύσκολο να ανακαλύψουμε αν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη, γενικού κύρους, και επομένως συλλογική γνώμη, ή με το αποτέλεσμα μιας ατομικής έκφρασης. Για να το αποσαφηνίσουμε, η συνειδητή κρίση μάς είναι πάλι απαραίτητη, καθώς και ο ακριβής διαχωρισμός ανάμεσα σ’ εμάς και στον animus.