Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ & ΔΙΑΧΡΟΝΙΑ

ΕΘΝΙΚΗ & ΤΟΠΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ & ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

 

Ερανισμός πηγών – Επιμέλεια κειμένων: Αθανάσιος Ζερμπίλης

Οι Ιστορικές και οι κοινωνικές δομές της Ελληνικής Μουσικής Παράδοσης

Η Ελληνική λέξη Μουσική, η οποία αυτούσια πέρασε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου (music, musica κ.α.), προέρχεται ετυμολογικά από την ελληνική λέξη Μούσα. Η λέξη αυτή αναφέρεται σε κάθε ανάπτυξη που προκύπτει από μια αρχή, σε κάθε σφαίρα δράσης, όπου το πνεύμα περνά από τη δυνητικότητα στην πράξη και παίρνει μια ορατή μορφή. Στην πιο περιορισμένη της εφαρμογή εκφράζει έναν τρόπο ύπαρξης ένα τρόπο ζωής.

Η έννοια Μούσα προέρχεται από την αρχαιοελληνική ρίζα “μω“, η οποία σημαίνει “ερευνώ, ζητώ να μάθω σε βάθος” απ’όπου προέρχονται επίσης και οι λέξεις μύστης, μυστήριον κ.α), ή από τη ρίζα “μας” ή “μους” που σημαίνει “γενιά, παραγωγή, ανάπτυξη έξω από μια αρχή, ενεργοποίηση αυτού που ήταν εν δυνάμει, μύηση”. Η ρίζα “ας” χαρακτηρίζει τη συμπαντική πρωταρχική αρχή και η ρίζα “μα” εκφράζει όσα γενούν, αναπτύσσονται, εκδηλώνονται ή αποκτούν μια εξωτερική μορφή.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει, ότι οι Μούσες ονομάστηκαν έτσι από το “μυείν ανθρώπους”, ενώ άλλοι θεωρητικοί αναφέρουν, ότι η λέξη “μούσα” ταυτίζεται με την γνώση,  “επειδή απάσης παιδείας αύτη τυγχάνει αιτία”.

Οι αρχαίοι θεωρούσαν όλες τις τέχνες σαν απορροές της μουσικής. Γιατί η έννοια αυτής της λέξης έχει να κάνει με όλα όσα υπηρετούν την εξωτερίκευση της σκέψης, όλα όσα κάνουν ότι ανήκει στη διανοητική σφαίρα να γίνεται αισθητό και να περνά από τη γεννητικότητα στην πράξη, παίρνοντας την κατάλληλη μορφή. Γι’ αυτό κατά τον Πυθαγόρα «η μουσική ήταν η υστάτη των επιστημών».

Οι Έλληνες απέδιδαν τον αριθμό 9 στις μούσες. Στην αρχαία Ελληνική “μυθολογία” βλέπουμε το πόσο αρμονικά η έννοια της μουσικής γεφυρώνει το παρελθόν με το μέλλον:

Οι Μούσες είναι θυγατέρες του Δία και της Μνημοσύνης, δηλαδή της αιώνια ζώσης θείας πνευματικής οντότητας και της ιδιότητας διατήρησής τους στην μνήμη των ανθρώπων, άρα αιώνιες αξίες.

Ετσι
η Κλειώ είναι η δόξα και η γιορτή,
η Θάλεια εκείνη που θέλγει και αναζητά τη συμφωνία την αρμονία και την τάξη,
η Μελπομένη εκείνη που εξιστορεί πράγματα αξιομνημόνευτα,
η Ευτέρπη εκείνη που τέρπει σωστά, φέρνει σε έκσταση και γοητεύει,
η Τερψιχόρη εκείνη που τέρπει με το χορό,
η Ερατώ εκείνη που ερωτεύεται και αγαπά,
η Καλλιόπη είναι η κάλιστη όψη, η όμορφη ευρύτητα της αφήγησης εκπληκτικών πραγμάτων,
η Ουρανία εκείνη που οδηγεί στους ουρανούς και
η Πολύμνια εκείνη που υμνεί και εκφράζει τις ποικίλες τέχνες.

Οι Μούσες αναγνώριζαν σαν ηγέτη τους τον θεό του φωτός, της μουσικής, της τάξης, της αρμονίας και της μαντικής, τον Απόλλωνα, τον συμπαντικό γεννήτορα. Οδηγό τους έχουν τον Ηρακλή την ενεργό δύναμη του σύμπαντος, τη δόξα της ψυχής.

Η χρήση της Μουσικής ως Θεραπεία

Ο Απόλλων ήταν επίσης και πατέρας του Ασκληπιού, και απ’ αυτό διακρίνουμε την σχέση μουσικής και ιατρικής, αφού δεν ήταν τυχαία η χρήση της μουσικής στις εγκοιμήσεις στα αρχαία ιερά, στα οποία δίνονταν μουσικές συνταγές για θεραπεία ψυχικών ασθενειών, πολύ πριν η σύγχρονη επιστήμη ξαναανακαλύψει την μέθοδο της μουσικοθεραπείας.

Ο Πίνδαρος υμνεί τον Ασκληπιό, που θεραπεύει όλες τις ασθένειες με τραγούδια, ενώ ο Θεόφραστος χρησιμοποιούσε μελωδίες του Φρύγιου ήχου, για να “επικουφίζει τα άλγη”.

Στα Ασκληπιεία ο Μιξολύδιος ήχος ανακούφιζε τον ψυχικό πόνο. Ο ίδιος ήχος παιρνά αυτούσιος χωρίς καμία αλλαγή στο Βυζάντιο σαν Ήχος Πλάγιος 2ος με στόχο να ανακουφίσει τον ψυχικό πόνο στρέφοντας την ψυχή προς τον Θεό. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, ο ίδιος ήχος, περνάει αυτούσιος στο Ρεμπέτικο σαν Ήχος ή δρόμος «Χιτζάζ» με την ίδια ακριβώς χρησιμότητα ανακούφισης του ψυχικού πόνου που προκαλεί ο χωρισμός, η εγκατάλυψη και η μοναξιά.

Νάτη λοιπόν μπροστά μας η αιώνια ζωντανή μουσική μας διαχρονία και ο ασύλυπτος μουσικός πολιτισμός μας.

τα τρία κύρια συστατικά της μουσικής

Αλλά και τα τρία κύρια συστατικά της μουσικής, δηλαδή μελωδία-αρμονία-ρυθμός, τα συναντούμε παγκοσμίως με τις Ελληνικές τους ονομασίες melody-harmony-rythm.

Η λέξη ρυθμός (από το ρήμα ρέω) πρωτοεμφανίζεται στον Πάριο αρχαίο ποιητή Αρχίλοχο (680-640 π.Χ) στην πολύ χαρακτηριστική φράση/στίχο: “μάθε ποιος ρυθμός/ιδιαίτερη μοίρα κρατά δεμένους τους ανθρώπους”.

Η μουσική από διανοητική άποψη όπως την εννοούσαν οι αρχαίοι είναι η γνώση της τάξης όλων των πραγμάτων, η επικοινωνία με το θείο, και η επιστήμη των αρμονικών σχέσεων του σύμπαντος, που βασίζεται σε σταθερές αρχές που τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.

Δεν είναι τυχαίο, ότι, οι Έλληνες θεωρούσαν την μουσική ως θεϊκή επιστήμη, η οποία εδιδάσκετο στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Με αυτή θεράπευαν τις ψυχικές ασθένειες και γενικά την θεωρούσαν ως κάτι το κοινόκτητο, το οποίο απευθυνόταν στους πάντες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως.

Η μουσική για τους αρχαίους δεν ήταν απλά η τέχνη του συνδυασμού τόνων ή το ταλέντο της αναπαραγωγής τους μ’ έναν ευχάριστο για τ’ αυτιά τρόπο. Αυτή είναι μόνο η πρακτική της πλευρά από την οποία απορρέουν οι εφήμερες μορφές.

Η αρμονική συνύπαρξη και σύζευξη της μελωδίας, του ρυθμού, του λόγου, ειδικότερα της ποίησης, και του χορού, απαρτίζουν ότι καλούμε Ελληνική Μουσική, Ελληνικό Τραγούδι. Το Ελληνικό τραγούδι απευθύνεται ταυτόχρονα και στα τρία βασικά συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης, στο νου, στην ψυχή και στο σώμα:

– Η ποίηση διά τού λόγου-νοήματος απευθύνεται κατά κύριο λόγο στην σκέψη, και κατά δεύτερο διά μέσου αυτής στην ψυχή, στο γνωστό αλλά και στο άγνωστο μέρος του ανθρώπου. Μ’ άλλα λόγια στην γνωστική και στην καλλιτεχνική του φύση. Τα θέματα καλύπτουν όλο το φάσμα του ανθρώπινου ενδιαφέροντος.

Η συρρίκνωση όλων αυτών των θεμάτων σ΄ ένα, τον έρωτα δηλαδή, ο χυδαίος αυτός μειωτισμός, είναι αποκλειστικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών.

– Το άλλο σκέλος του τραγουδιού, η μελωδία, απευθύνεται κυρίως στην ψυχή, την άβυσσο αυτή της ανθρώπινης υπόστασης, αλλά και στο σώμα μέσω του ρυθμού.

– Τέλος ο χορός διασφαλίζει τη συμμετοχή του υλικού σώματος, που χωρίς αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν και τα άλλα”.

Η λέξη τραγούδι, όπως χρησιμοποιείται σήμερα, δεν έχει και πολύ σχέση με την αρχαία έννοια του όρου κατά την οποία τραγωδέω τραγωδώ, σημαίνει παριστάνω τραγωδία, λέω, διηγούμαι, απαγγέλλω και κατά συνέπεια τραγουδάω.

Η λέξη προέρχεται από την τραγωδία που σημαίνει ηρωικό δράμα, σοβαρή ποίηση. Η έννοια της τραγωδίας έχει σχέση με το τραγικός, που σημαίνει αυτός που ανήκει στην τραγωδία. Η λέξη τραγωδός σημαίνει αυτός που τραγουδάει ωδές και τραγωδοποιός είναι ο τραγικός ποιητής.

Ο διθύραμβος χρησίμευσε σαν επίσημο πρότυπο και της τραγωδίας και του σατυρικού δράματος. Κατά τον Αριστοτέλη (Ποιητική 1449 α 9-12) “η τραγωδία συνδέεται με τους αοιδούς των διθυράμβων προς τιμήν του Διονύσου” και (Ποιητική 1449 α 19-22) “η τραγωδία μεγάλωσε και πήρε αργότερα σπουδαία μορφή, αφού άφησε τους μικρούς μύθους και τις μικρές λέξεις” και κατέληξε σε «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας». Οπως βλέπουμε λοιπόν η έννοια αυτή, δεν συνδέεται κατά κανέναν τρόπο με την σημερινή έννοια του τραγουδιού.

Αλλά και το ρήμα άδω ή αείδω σημαίνει ψάλλω, διηγούμαι, επαινώ, κράζω και κατά συνέπεια τραγουδώ.

Ο Πλάτωνας στους νόμους Β, 654 α-β αναφέρει “μπορούμε να δεχτούμε ότι ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στη μουσική και στο χορό ενώ ο μορφωμένος με εξάσκηση”.

Δεν είναι λοιπόν τυχαία η διάσπαση των κοινωνιών, των οποίων έχει κλονιστεί η συνεκτική λειτουργία -ο συνεκτικός κρίκος της μουσικής, δηλαδή η διάσπαση της τάξης που υποβάλλει ο ρυθμός με την αρχέγονη δύναμή του. Ο Κομφούκιος έλεγε πως «αν θέλετε να δείτε πότε καταρρέει μια κοινωνία δέστε το είδος της μουσικής που ακούει». Ο Πλάτων έλεγε, πως «όταν αλλάζουν οι νόμοι της μουσικής, αλλάζουν και οι νόμοι της πολιτείας»,

Στις ημέρες μας δεν μετασχηματίζεται απλώς η μουσική μας παράδοση, αλλά θίγεται άμεσα  η καρδιά του μουσικού μας συστήματος, (κλίμακες και ρυθμοί), αφού αλλοιώνεται η δομή του, άρα και η Ελληνική φιλοσοφία και αντίληψη περί της υστάτης των επιστημών, της μουσικής (σύμφωνα με τον Πυθαγόρα οι επιστήμες ήταν τρεις, Φιλοσοφία, Αστρονομία και Μουσική. Όλες οι υπόλοιπες σημερινές επιστήμες, εθεωρούντο “τέχνες”).

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Η ίδια η αρχαία γλώσσα είχε μια έμφυτη μουσικότητα, αφού το Ελληνικό αλφάβητο εκτός των γνωστών του ιδιοτήτων, για την παραγωγή δηλαδή και μαθηματικών ακολουθιών (αφού τα γράμματα με τόνο ήταν και αριθμοί), χρησιμοποιούμενο υπερφορτωμένο, όρθιο, ή αναποδογυρισμένο αποτελούσε 1620 συνολικά μουσικολογικά σημεία, με τα οποία εκφράζονταν τα δύο συστήματα συμβόλων, τα μεν για τα οργανικά μέρη, τα δε για τα φωνητικά, δημιουργώντας έτσι ορθά την διαπίστωση ότι οι Έλληνες διά του λόγου τραγουδούσαν και δια του τραγουδιού ομιλούσαν.

Από μια ευτυχή σύμπτωση είμαστε σήμερα σε θέση να αποκρυπτογραφήσουμε και μεταγράψουμε τις πενήντα περίπου αρχαιοελληνικές παρτιτούρες, που έχουν ανακαλυφθεί και διασωθεί, μεταξύ των οποίων είναι οι δύο παιάνες στον Απόλλωνα, οι οποίοι ευρέθησαν στην μεγάλη ανασκαφή των Δελφών και ο ύμνος στην Νέμεση του Μεσομήδη. Η αποκρυπτογράφηση αυτή στάθη δυνατή λόγω της ανακαλύψης στην περιοχή της Σμύρνης στην δεκαετία του 1920 μιας μαρμάρινης στήλης, στην οποία ήταν γραμμένη μία σύντομη πραγματεία του μουσικογράφου Αλύπιου (3ος αιώνας μ.Χ.) και στην οποία παραθέτονταν τα βασικά συστήματα τονισμού για δεκαπέντε “τρόπους”, προσδιοριζόταν ο φθόγγος και περιγράφονταν τα δύο αντίστοιχα σύμβολα, τόσο το φωνητικό όσο και το οργανικό. Τα συστήματα αυτά ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Η μουσικότητα της αρχαιοελληνικής γλώσσας επέτρεψε στους Έλληνες την παραγωγή πολλών μουσικών επιλογών, “τρόπων”, οι οποίοι από τους Βυζαντινούς μελωδούς ονομάστηκαν “ήχοι”, επάνω στους οποίους στηρίχθηκαν οι “λαϊκοί δρόμοι” τόσο του περιφερειακού δημοτικού μας τραγουδιού (αυτού που σήμερα αποκαλούμε απλά δημοτικό) όσο και του αστικού δημοτικού τραγουδιού (αυτού που σήμερα αποκαλούμε λαϊκό, σμυρνέϊκο ή ρεμπέτικο). Σημειώνεται, ότι η όποια μουσικολογική μετάλλαξη που δημιουργείτο από τους απλούς λαϊκούς μελωδούς-τραγοδοποιούς, στηριζόταν πάντα στις ίδιες κοινές μουσικολογικές βάσεις (αρχαίοι τρόποι – βυζαντινοί ήχοι – λαϊκοί δρόμοι).

Η μουσική και το τραγούδι εκπορεύονται δια της φωνής και δια των μουσικών οργάνων, εκφράζονται δε παραστατικά με τον ρυθμό και τον χορό. Ερευνες μεγάλων σύγχρονων λαογράφων, μουσικολόγων και κοινωνιολόγων, απέδειξαν την αδιάσπαστη πολιτιστική παρουσία και συνέχεια του Ελληνισμού στον χώρο και στον χρόνο. Οι μελέτες τους έχουν φωτίσει μια πλουσιότατη μουσική ιστορία δεκάδων χιλιάδων χρόνων, που ξεκινάει από το Αρχαιότατο Τραγούδι «Λϋνος», τους Ορφικούς Ύμνους, την Κυκλαδική εποχή του Αιγαίου, τα Ομηρικά έπη, τον Πυθαγόρα, τον Τέρπανδρο, τον Τυρταίο, τη Σαπφώ, τον Αλκαίο, τον Πολύβιο, τον Μεσομήδη, για να φθάσει έως τις μέρες μας. Κλίμακες, μελωδίες, ρυθμοί, χοροί και πάνω από 4000 γνωστά αρχαία μουσικά όργανα έχουν διαφυλάξει στο πέρασμα των αιώνων το ύφος και το ήθος μιας φυλής, για την οποία το τρίπτυχο ποίηση-μουσική-χορός είναι ταυτόσημα με την ίδια της την ελευθερία.

Τα μουσικά όργανα ήταν και είναι για τους Έλληνες η πηγή εκπορεύσεως της μουσικής τους, ήταν δε ποικίλα ούτως, ώστε να μπορούν να αποδώσουν όλων των ειδών τις μουσικές συνθέσεις. Επικεφαλής ήταν η λύρα, που μεταγενέστερα εξελίχθηκε στο βιολί. Μετά η κιθάρα, ο άσκαυλος (γκάϊντα), ο ύδραυλος (τον οποίο κατασκεύασε ο Κτησίβιος στην Αλεξάνδρεια και επάνω στον οποίο στηρίχθηκε το Δυτικό εκκλησιαστικό όργανο και το πιάνο), τα τύμπανα, ο αυλός, η βάρβιτος και η πανδούρα ή τρίχορδον, που με την παραφθορά της λέξεως μέσα από την πάροδο των αιώνων μετεβλήθη σε “θαμπούρα” ή “θάνδουρον” του Διγενή Ακρίτα και “ταμοπούρα-ταμπουρά” του Ρήγα, βρίσκεται δε ως βουβή παράσταση ανάμεσα στα χέρια του ανάγλυφου της “Μούσας της Μαντίνειας” (4ος π.Χ. αιώνας) αλλά και ως μπουζουκοταμπουράς του Μακρυγιάννη στο Εθνολογικό Μουσείο, για να μας θυμίζει τον πρόγονο του μπουζουκιού του οποίου τόσο άδικα του παρέμεινε το Τουρκικό όνομα “μπουζούκ” = “ξεκούρδιστο”, παρότι πρόκειται περί εξελιγμένης τρίχορδης πανδούρας/ταμπουρά.

Οι Χοροί

Οσον αφορά τους χορούς, πρέπει να αναφερθεί ότι ο αρχαίος επίτριτος συναντιέται στον ρυθμό των 7/8, του κατ’ εξοχήν δηλαδή Ελληνικού χορού, του συρτού Καλαματιανού, ενώ ο εννεάσημος ρυθμός, που πρωτοστατούσε στην ποίηση της Σαπφούς και του Πινδάρου, εξακολουθεί να δονεί και σήμερα τους χορευτές του ζεϊμπέκικου και του καρσιλαμά (πανάρχαιος αντικριστός χορός των Ελλήνων της Ιωνίας, της Θράκης και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου). Παράλληλα ο Απολλώνιος ρυθμός των πέντε χρόνων ηχεί ακόμα σε χορούς όπως ο τσακώνικος, ενώ σε όλη την Ελλάδα χορεύονται πάντα οι συρτοί χοροί, τους οποίους ονομάζουν οι αρχαίες επιγραφές, όταν αναφέρονται στην “των συρτών πάτριον όρχησιν” (Θηβαϊκή στήλη, 1ος αιώνας μ.Χ.).

Στην Κρήτη χορεύεται ο πεντοζάλης Είναι ο χορός με τα πέντε ζάλα, (τρόπους ή βήματα), που δίδαξε η Ρέα στους Κουρίτες, ώστε να ξεγαλούν τον χρόνο, Κρόνο, που μας καταπίνει, για να μην καταπιεί το νεογένητο γιό του, το ανέτοιμο ακόμα Πνεύμα του Δία.

Στην Πάρο χορεύεται ο “αγέρανος“, όπως ακριβώς τον χόρεψε ο Θησέας επιστρέφοντας από την Μινωϊκή Κρήτη, μετά την Νίκη του επί του Μινόταυρου.

Οι αρχαίες βαλίστραι (πηδηχτός χορός) χορεύονται και σήμερα στα νησιά μας ως μπάλλος, έδωσαν δε το όνομά τους στην έννοια “χορός” σε όλες τις ξένες γλώσσες (ballo, μπαλέτο, μπαλαρίνα κ.τ.λ.).

Ο πυρρίχιος χορός των Αργοναυτών, οι οποίοι προκειμένου να πολεμήσουν την γήϊνη πύρηνη δύναμη, την ανάσα του δράκου, που φύλατε το χρυσόμαλο δέρας, χορεύοντας διέχεαν αυτό το αείζων πύρ στα κορμιά τους, είναι ο ίδιος χορός που χορεύτικε γύρω από την πυρά του νεκρού Πάτρωκλου στα τρωϊκά κατ’ εντολή του Αχιλέα. Ο χορός αυτός αποδίδεται τέλεια και αυτούσια από τους Ποντίους χορευτές.

Τον μακελλάρικο, που χόρευαν οι μακελλάρηδες (χασάπηδες) της Κωνσταντινούπολης τον χορεύουμε σήμερα ως χασάπικο, αλλά και στην πιο γρήγορη μορφή του ως κουλουριώτικο (Σαλαμίνος).

Τα αναστενάρια μας μεταφέρουν σε εποχές παλιές με το πνεύμα του Διονύσου να πλανιέται γύρω μας.
Ο παραδοσιακός εννεάσημος ζεϊμπέκικος χορός χορεύεται με τις παραλλαγές του από την Θράκη έως την Κύπρο, ο δε αμανές (ή αχμαννές, από το επιφώνημα αχ μάννα!, με το οποίο τελείωναν) με τον 15σύλλαβο στίχο του, που τόσο κυνηγήθηκε από τους νεοτούρκους του Κεμάλ και τις εκάστοτε Ελληνικές προπολεμικές κυβερνήσεις και τις κομματικές ηγεσίες ως ξενόφερτο είδος τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα, μας θυμίζει κατευθείαν τις αρχαίες ελεγείες και τους Βυζαντινούς ήχους.

 

Αλλά ακόμα και στον στίχο, στο νόημα, στις έννοιες, στο μέτρο και στο συναίσθημα η μουσική, η ποίηση και ο χορός των Ελλήνων έχουν μείνει αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων.

 

Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα, ότι από τη γέννησή της και μέχρι πρόσφατα, η Ελληνική μουσική δεν επηρεάστηκε από εξωγενείς μουσικές (π.χ. Αραβική, Τουρκική και λοιπές), αντίθετα μετέδωσε ποικίλα μουσικολογικά στοιχεία και χορούς, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση (είτε μέσω της γιγαντιαίας εξάπλωσης του Αρχαιοελληνικού κόσμου, είτε μέσω του Βυζαντινού κράτους, είτε μέσω του Αμβροσίου των Μεδιολάνων, είτε τέλος ακόμα και μέσω του πάπα Γρηγορίου του Α’, οι οποίοι με τις μουσικές πραγματείες τους, τουλάχιστον θεωρητικά, μεταλαμπάδευσαν αυτούσια την Ελληνική μουσική στην Δύση.
Λόγω όμως της γενικής παραπαιδείας και παραπληροφόρησης, τα ποικίλα Ελληνικά είδη μουσικής θεωρούνται είτε Ανατολίτικα (παρότι οι Ανατολικοί εστερούντο οποιασδήποτε μουσικής παιδείας μέχρι να έρθουν σε επαφή με τον Ελληνικό πολιτισμό, όλα δε τα μουσικολογικά τους στοιχεία τα παρέλαβαν εξ ολοκλήρου από τον Ελληνισμό), είτε Δυτικά, ποτέ όμως Ελληνικά, όπως θα έπρεπε, αφού η Ελληνική μουσική και η Ελληνική σκέψη είναι παγκόσμιες.

Οταν λοιπόν στον ευρύτερο Ανατολικομεσογειακό χώρο, χώρο παραγωγής του πρώτου πολιτισμού, στον οποίο κινήθηκε η Ελληνική φυλή, δεσπόζουν ο πόντος δηλαδή  η θάλασσα, τα βουνά, ο ουρανός και ο ήλιος, φαινόμενα δηλαδή που αυτομάτως δημιουργούν το συναίσθημα της ελευθερίας, όταν κάποιος κινείται στις βάσεις αυτού του ελεύθερου πολιτισμού και υπό το βάρος της ασήκωτης πολιτιστικής του κληρονομιάς, πως είναι δυνατόν να μην γεννιέται ελεύθερος, να μην γεννιέται “Ελλην το πνεύμα” και να μην θέλει να εκφράσει το “είναι” του με τον τρόπο ζωής του, την μουσική του, τον χορό του, κάνοντας όλες του τις αισθήσεις και τα συναισθήματα να συμμετέχουν; Πως είναι δυνατόν να μην δημιουργούνται επικοί ήρωες, Ακρίτες πολεμιστές και τραγουδοποιοί, που τους υμνεί ο λαός έως τις μέρες μας, αγωνιστές σαν αυτούς που αναφέρονται στο “Χρονικόν του Μωρέως”, σαν τον Ρήγα, τον Κατσαντώνη ή τον Μακρυγιάννη;

Το ελληνικό τραγούδι

Τι είναι λοιπόν αυτό που αποκαλούμε σήμερα ελληνικό τραγούδι; Είναι ένα ψευδεπίγραφο κατασκεύασμα που έχει να κάνει με την οικτρή κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας. Αποκαλούμε ορχήστρα συμφωνική -θαρρείς κι οι λοιπές είναι ασύμφωνες- αυτό το μουσικό σύνολο που μας ακινητοποιεί στην καρέκλα, όταν «όρχησις εστί χορός». Από τη μια η έντεχνη μουσική και το έντεχνο τραγούδι -λες κι όλες οι άλλες είναι άτεχνες-, το έντεχνο έστω λοιπόν τραγούδι περιφρονεί το χορό. Οι δημιουργοί του όμως και οι ακροατές τους χορεύουν ξενόφερτους χορούς. Να λοιπόν, όταν η χυδαία αντιγραφή αποκτάει αυτοσυνείδηση και προχωράει προς την αυτοδιοίκησή της. Οι χιλιάδες χοροί μας, για τους οποίους απορούν και εξίστανται στην κυριολεξία οι ξένοι μελετητές, οι χοροί αυτοί των χιλιετιών, έπρεπε να περιφρονηθούν και να εγκαταλειφθούν χάριν των αλλοδαπών χορών της εκάστοτε μόδας.

Από την άλλη το λαϊκό λεγόμενο τραγούδι, βουτηγμένο στην κυριολεξία μέσα στην Αραβοτουρκική, και πρόσφατα και στην Αγγλοσαξωνική κολυμπήθρα, να βρίθει από χυδαίους στίχους κι εισαγώμενους ανόητους χορούς.

Αλλά κι οι ποιητές μας στην συντριπτική τους πλειοψηφία απαξιούν να γράφουν τραγούδια, όντες άμουσοι και άρρυθμοι, αποφεύγοντας στην ποίησή τους τον ρυθμό, το κατ’ εξοχήν αυτό ελληνικό στοιχείο, ο οποίος καθιστά τουλάχιστον την ποίηση δεκτική στην απαγγελία, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι όποιο ποίημα έχει ρυθμό κατ’ ανάγκην είναι και καλό.

Η ανελλήνιστη όμως αυτή μουσικοχορευτική κατάσταση δεν έχει τελειωμό: Η χώρα μας είναι η μοναδική στην Ευρώπη, κι από τις ελάχιστες στον κόσμο, που δεν έχει ακόμα καθιερώσει επίσημα τα μαθήματα της μουσικής και του χορού στη δημόσια εκπαίδευση, όταν πριν από δυό χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον “αι των Ελλήνων πόλεις, πρώτιστα και μάλιστα διά της μουσικής παιδεύουσιν τους νέους”, όπως μας πληροφορεί ο Στράβων ο γεωγράφος. Γιατί άραγε οι Ελληνες έστελναν τα παιδιά τους πρώτα στη μουσική και κατόπιν στα γράμματα; Γιατί η προτεραιότητα της ψυχής έναντι των υπολοίπων; Αλλά κι όταν σήμερα ενδιαφερόμαστε προς τούτο, πάντοτε πρόκειται για κάτι το αλλότριο. Ολα τα ωδεία της χώρας διδάσκουν αποκλειστικά ευρωπαϊκή μουσική. Οι Σχολές Μουσικής των Πανεπιστημίων μας πράττουν  ανάλογα. Οταν η Τουρκία διαθέτει Ανωτάτη Ακαδημία Τουρκικής παραδοσιακής Μουσικής, η χώρα μας δεν διαθέτει τίποτε ανάλογο.

Ο λαός όμως, όσο υπάρχει ακόμα, σε πείσμα όλων αυτών των περιφρονήσεων εξακολουθεί να αντιστέκεται. Εξακολουθεί να έχει περισσότερο ελληνική μουσική καλλιέργεια, αφού επιμένει να τραγουδά και να χορεύει ελληνικά, παρ’ όλα τα μουσικοχορευτικά του ξεστρατίσματα. Ξεστρατίσματα, που κι αυτά τα οφείλει αποκλειστικά στην αδηφαγία των εταιρειών δίσκων, αλλά και στην εγκληματική αδιαφορία του ελληνικού κράτους.

Πρόσφατα καλλιτέχνης χαρακτήρισε δημόσια την Παράδοση στείρα. Πράγματι για κάποιους λόγους η Παράδοση μπορεί να δημιουργήσει στειρότητα. Αυτή καθ’ εαυτήν ποτέ δεν είναι στείρα. Μπορεί όμως να καταστούν κάποιοι στείροι εξ αιτίας της, ανάλογα με την στάση που θα κρατήσουν απέναντί της. Και καθίστανται στείροι μόνον όσοι την περιφρονούν και προσπαθούν να την αγνοήσουν παντελώς. Η Παράδοση όμως δεν είναι ένα πράγμα άλλά δύο. Είναι η Παράδοση που μας παραδίδεται και η Παράδοση που θα παραδώσουμε. Εάν παραδώσουμε τα ίδια που παραλάβαμε, τότε γινόμαστε κονσέρβες κι εμείς και η παράδοσή μας. Ομως οι κονσέρβες μετά από καιρό χαλάνε, βρωμάνε και δηλητηριάζουν. Καμιά δημιουργία για έναν λαό δεν μπορεί να έχει αξία και διάρκεια, εάν δεν γίνεται μέσα στα πλαίσια της Παράδοσής του. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι μια αδιάσπαστη ενότητα, κι είναι αδύνατο να υπάρξει το ένα χωρίς τ’ άλλα δυό. Οι προοδευτικοί υπόσχονται ένα μέλλον χωρίς παρελθόν. Οι παραδοσιακοί υπόσχονται ένα παρελθόν χωρίς μέλλον. Πότε όμως υπάρχει παρελθόν χωρίς μέλλον; Οταν αυτοί που το κληρονομούν είναι μικροί. Οσο μεγάλα πράγματα κι αν κληρονομήσει κανείς, πεθαίνουν, εάν είναι μικρός. Το ερώτημα είναι, εάν εμείς σήμερα θ’ αποτελέσουμε το παρελθόν του μέλλοντος μας. Χρονολογικά θα είμαστε παρελθόν μετά από 500 χρόνια. Δημιουργικά όμως δεν θα είμαστε, διότι είμαστε στείροι, επειδή μαϊμουδίζουμε, και μάλιστα μαϊμουδίζουμε αλλότριες παραδόσεις. Το παρελθόν του μέλλοντός μας θα είναι στείρο επομένως κι όχι η Παράδοση.

Αλλά εάν ένας λαός στον κόσμο έχει λιγότερο  την ανάγκη ν’ αντιγράψει λόγω της τεράστιας και συνεχούς Παράδοσής του, και του ασύλληπτου ιεροπρακτικού πολιτισμού του, αυτός είναι ο Ελληνικός.

Όλως ανόητος η παράδοση της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Αμερικής -κάποιες ιμιτασιόν ελληνοθρεμμένες παραδόσεις τελικά- μπορούν να εμπνεύσουν τον Νεοέλληνα δημιουργό, ενώ η ελληνική δεν το μπορεί ή, το χειρότερο, πρέπει πρώτα να ιδωθεί υπό το πρίσμα αυτών των αλλότριων παραδόσεων.

Η ελληνική παραδοσιακή μουσική είναι στείρα και παρωχημένη, ενώ η μουσική της Ευρώπης, η κλασσική, της ηλικίας των μόλις 500 ετών, δεν είναι στείρα, διότι αυτοβαφτίστηκε κλασσική; Οι Αραβες, οι Κινέζοι και οι Ινδοί έχουν κι αυτοί κλασσική μουσική σπουδαιότητα. Ποιος όμως την γνωρίζει; Γιατί δεν ακούστηκαν οι μουσικές αυτές ποτέ από τα ραδιόφωνά μας;

Τι να πούμε και για τους σημερινούς διπλωματούχους της μουσικής. Αυτά τα θύματα-θύτες του μουσικού ολοκληρωτισμού. Εάν κάποιος περιφρονεί, ή τυχόν βλάψει μια κολώνα του Παρθενώνα, σίγουρα θα θεωρηθεί ασεβής και κακούργος, πολύ σωστά. Εάν όμως περιφρονεί και βλάπτει το Ελληνικό Τραγούδι, δεν θεωρείται καν επιλήψιμος. Κάποτε από έναν τυφλό ποιητή διαπαιδαγωγήθηκαν οι Έλληνες. Από τους σημερινούς κωφάλαλους τι θα μπορούσαν να διδαχθούν;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Επομένως κλείνοντας συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι από την αρχαιότητα έως  και σήμερα υπάρχει μουσική και πολιτιστική συνέχεια στο τρίπτυχο ποίηση – μουσική –  χορός των Ελλήνων, η οποία εκφράζεται και διαιωνίζεται ανά τους αιώνες από τους αγνούς  Έλληνες, ανθρώπους της Ελληνικής γης, τόσο στην περιφέρεια όσο και τα αστικά κέντρα και ότι όσο αγνό και αντικατοπτριστικό για την κοινωνία της περιφέρειας είναι το περιφερειακό δημοτικό μας τραγούδι, άλλο τόσο αγνό, πηγαίο και εκφραστικό είναι το  αστικό λαϊκό δημοτικό μας τραγούδι, αυτό δηλαδή που αργότερα ονομάστηκε σμυρνέϊκο, ρεμπέτικο, λαϊκό, είτε με την ευρεία είτε με την στενή έννοια του όρου.

Τα τραγούδια μας λειτούργησαν πάντοτε ως εκφραστές των κοινωνικών φαινομένων της εκάστοτε εποχής που τα συντηρούσε και τα διέπλαθε διαχρονικά, καταγράφοντας με τον στίχο τους όλο το κοινωνικό, πολιτιστικό και πληθυσμιακό ψηφιδωτό των εκάστοτε εποχών, είτε εφαρμόζοντας το Πλατωνικό “ευ ζην μετά των φίλων” είτε λειτουργώντας με την Επικουρική φιλοσοφία του “λάθε βιώσας”.

Όπως πλέον είναι αποδεδειγμένο ότι οι Έλληνες δεν είμαστε Ινδοευρωπαίοι, και ότι είμαστε ίσως ο αρχαιότερος λαός επί της γής, όπως  πλέον είναι αποδεδειγμένο ότι το αλφάβητο δεν είναι Φοινικικό, όπως πλέον είναι  αποδεδειγμένο ότι ουδέποτε υπήρξαμε ειδωλολάτρες, αφού ειδωλολάτρης σημαίνει τοτεμιστής, αλλά αντιθέτως ήμασταν πάντοτε ιδεολάτρες, έτσι και η μουσική μας – η οποία έχει μία αποδεδειγμένη, ποικίλη συναφή και μακραίωνη πορεία πλέον των 10.000 ετών- όπως διατείνονται εξάλλου παγκοσμίως οι σοβαρότεροι μουσικολόγοι, καθηγητές, και ερευνητές, ουδέποτε υπήρξε Ανατολίτικη, Βαλκανική, Δυτική ή οτιδήποτε άλλο. Αντίθετα η μουσική μας με τους ποικίλους τρόπους, ήχους και δρόμους της υπήρξε πάντοτε γεννήτορας και προπάτορας όλων αυτών των μουσικών παραλλαγών, που σήμερα ονομάζουμε Ανατολίτικες ή Δυτικές, αφού οι πολιτισμοί, που ονόμασαν τις μουσικές τους με τα παραπάνω ονόματα, πριν έρθουν σε επαφή με τον διαχρονικό Ελληνικό πολιτισμό, ουδέν εγνώριζαν περί μουσικών παραλλαγών και συνθέσεων.

Ο κάθε άνθρωπος και ο κάθε σημερινός  Έλληνας ανάλογα με τα βιώματά του, την  παιδεία του και τα αισθητήριά του, μπορεί να έχει τις προσωπικές του μουσικές επιλογές  και να του αρέσει η τάδε ή η δείνα μουσική, δεν μπορεί όμως να απορρίπτει εν γένει, θεωρώντας τα μάλιστα ως ξενόφερτα, τα υπόλοιπα είδη της Ελληνικής μουσικής, που ενδεχόμενες συνθήκες της ζωής του δεν του επέτρεψαν να μάθει ή να ακούσει. Δεν είναι δυνατόν να αποκαλούμε περιφρονητικά “βλάχικο, ποντιακό κλπ” το περιφερειακό δημοτικό μας τραγούδι και να το αποκλείουμε από την εκπαίδευση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως οπισθοδρομικό. Δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε το αστικό δημοτικό μας τραγούδι, το οποίο έχει μία ιστορία από τότε που υπάρχουν αστικά κέντρα ήτοι από την εποχή της πόλεως-κράτους, ως Ανατολίτικο, τόσο αυτό όσο και τα μουσικά όργανα που το εκφράζουν, επειδή για κακή μας τύχη τους παρέμειναν τα Τουρκικά ή Αραβικά ονόματα μέσα από την πάροδο των αιώνων, σε σημείο μάλιστα τέτοιο, που σήμερα, αντί να λεμε “θα σου τραγουδήσω ένα τραγούδι σε ήχο μυξολύδιο, ή πλάγιο δεύτερο, με την πανδούρα μου ή τον ταμπουρά μου ή το τρίχορδό μου”, δυστυχώς να έχει καθιερωθεί να λένε ακόμα και οι μουσικοί μας, που ξέρουν την αλήθεια, “θα σου παίξω στο μπουζούκι μου ένα ταξίμι χιτζάζ”. Το επίσημο Κράτος, το οποίο απέχει από την ουσιαστική εκπαίδευση και παιδεία του πολίτη (υπηκόου), αφού δεν έχει εκδώσει ακόμα ούτε καν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, απέχει και από το θέμα της μουσικής μας παιδείας και ενημέρωσης. Στα σχολεία ή μουσική είναι τριτεύον μάθημα ή δεν διδάσκεται καθόλου, όπου δε διδάσκεται, γίνεται χωρίς ουσιαστική συμμετοχή, στηρίζεται μόνο στο δυτικότροπο σύστημα με τις 7 νότες και τα 12 διαστήματα και φυσικά δεν γίνεται καμία αναφορά για την ελληνική παραδοσιακή μουσική και την πολυφωνία της. Η μόνη φωτεινή ελπίδα διάσωσης της μουσικής μας παιδείας φαίνεται να έρχεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και ειδικότερα από τα ιδιωτικά σχολεία παραδοσιακής μουσικής και χορού, και από τους ελάχιστους ερευνητές, που λειτουργούν σε ανεπίσημο και προσωπικό επίπεδο, δουλεύοντας και ζώντας για τις ιδέες τους και όχι από τις ιδέες τους.

Στηριζόμενοι λοιπόν στις σωστές και γερές  πολιτιστικές βάσεις του παρελθόντος μας, απορρίπτοντας τα όποια αρνητικά στοιχεία και λάθη, ας προσπαθήσουμε μόνοι μας ως Ελληνική κοινωνία να βελτιώσουμε τουλάχιστον το πολιτιστικό μας επίπεδο και την παιδεία, γνωρίζοντας την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων, αφήνοντας πίσω την κακώς και  καταχρηστικώς χρησιμοποιούμενη Οσμανοϊνδική (λέγε σκυλάδικη) και Αμερικανόπληκτη κουλτούρα μας, η οποία δεν αντικατοπτρίζει τίποτε άλλο παρά την γενική σημερινή πολιτιστική μας κατάντια και σύγχυση.”

Πώς όμως θα μπορούσαμε να εγγυηθούμε ένα καλύτερο και ηθικότερο κόσμο, όταν εμείς οι ίδιοι αρνηθήκαμε τις παραδόσεις μας, τα ήθη και τα έθιμα μας, και έχουμε απομακρυνθεί πλέον τόσο από τον ιεροπρακτικό ασύληπτο πολιτισμό και την κληρονομιά μας, τις ίδιες μας τις ρίζες και στραφήκαμε στην κενότητα, την υποκρισία, το βόρβορο και το θάνατο αλότριων πολιτισμών, ποια κοσμοθεωρία μπορεί να μας σώσει και σε πιο μέλλον να ελπίσουμε; Όταν αρνηθήκαμε, εξευτελίσαμε και καταχωνιάσαμε τις ίδιες μας τις Αξίες, πως θα διδάξουμε και τι θα εμπνεύσουμε στα παιδιά μας;

Όμως κάποτε ένας λαός μεγαλούργησε στα’ αχνάρια ενός τυφλού ποιητή. Πούνε σήμερα ο λαός που έχτιζε Παρθενώνες; Είναι ο ίδιος λαός που σήμερα βρίσκεται εδώ και με σεβασμό υποκλίνεται στα’ ασύλληπτο μήνυμα της Παράδωσής του. Ας μην πούμε πως σήμερα δεν υπάρχουν Εκείνοι, γιατί αν σήμερα δεν υπάρχουν Όμηροι, υπάρχουν Ελύτες. Αν σήμερα δεν υπάρχουν Ορφείς, υπάρχουν Λυράρηδες και  Πυρρίχιοι. Αν σήμερα δεν υπάρχουν  Οιδήποδες, υπάρχουν Ρωτόκριτοι κι οι Ήχοι των αιώνων.

Είναι καιρός ν’ αμφισβητήσουμε πια την τόση πλάνη. Θα πρέπει επιτέλους ν’ αναλογιστούμε τις ευθύνες μας. Είναι καιρός να προσπαθήσουμε να μεταδώσουμε στους νέους πιο υγιή αισθήματα. Να τους δώσουμε θάρρος και εμπιστοσύνη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής. Η υπερνίκηση βαρβάρων καταστάσεων της κοινωνικής ζωής, όπως πείνα, αθλιότητα, πόλεμοι, απάτη, αδικία, ψέμα, προλήψεις, απαιτούν εκπαιδευτικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις που να εμπνέουν στους νέους μια κοσμοθεωρία με περισσότερο ανθρωπισμό.

Δυστυχώς εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι μοναδικοί υπεύθυνοι της συναισθηματικής μας σύνχισης και της σημερινής κατάντιας της ανθρωπότητας. Εμείς και μόνο εμείς φταιμε για το χθες και το σήμερα του κόσμου μας και τελικά εμείς κρατάμε τα κλειδιά του μέλλοντος μας.

Είναι καιρός να πάρουμε το σήμερα και το αύριο, το δικό μας και των παιδιών μας, στα χέρια μας. Ας ξαναρχίσουμε να διδάσκουμε τραγουδώντας, νανουρίζοντας τα παιδιά μας με τις παραδόσεις μας, την κληρονομιά μας, τον ασύλληπτο πολιτισμό μας. Μα για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα ν’ αλλάξουμε εμείς σαν άνθρωποι. Και ας μην πούμε ότι τώρα είναι πια αργά και δεν γίνεται τίποτα, γιατί χωρίς ελπίδα δεν υπάρχει ζωή και χωρίς ζωή δεν υπάρχει ύπαρξη και Πολιτισμός. Ας σταθούμε όρθιοι και με σεβασμό μπροστά στους ήχους των αιώνων μας. Γιατί η Ελπίδα, η Αλήθεια, η Αγάπη, η Πίστη, η Αντίσταση και ο Πολιτισμός μας τελικά μπορούν σώσουν τον κόσμο.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ:

George Pilka: “Ο Κόσμος της Μουσικής”, Εκδόσεις “Κάλβος”, Αθήνα 1985, β’ Εκδοση.

Farb d’olive: “Η Εσωτεριή Διάσταση της Μουσικής”, Εκδόσεις “Πύρινος Κόσμος”, Αθήνα 1991.

Jacqueline de Romilly: “Αρχαία Ελληνική Τραγωδία”, Αθήνα 1990.

Κωνστ. Δ. Τσαγγάλα: “Το Δημοτικό Τραγούδι και οι Κοινωνιές του Διαστάσεις”, Ιωάννινα 1988.

Robert Flaceliere: “Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων”, Εκδόσεις “Παπαδήμα”, Αθήνα 1993.

Χαρά Μπακονικόλα Γεωργοπούλου: “Το Τραγικό Η Τραγωδία και ο Φιλόσοφος”, Εκδόσεις  “Αρσενίδη”, Αθήνα 1990.

Σταύρος Βασδέκης: Αρθρο στο Περιοδικό “ΔΑΥΛΟΣ”, τεύχος 149.

Δημ. Οδυσ. Σταθακόπουλου: Αρθρα στο Περιοδικό “ΔΑΥΛΟΣ”, τεύχος 151,

Περιοδικό “ΔΑΥΛΟΣ” τεύχη 154, 155, 157, 160, 163

Παναγιώτης Κουνάδης: Αρθρο και ραδιοφωνικές εκπομπές στο Κανάλι 1 του Πειραιά 90,6 FM.

Λάμπρος Λιάβας: Αρθρα εφημερίδων και ένθετα δίσκων.

Παναγιώτης Μυλωνάς: Αρθρα και τηλεοπτικές εκπομπές στην ΕΤ1.

Στέλιος και Δομένικος Βαμβακάρης, “Μαρτυρίες”.

Αριστείδης Μόσχος, “Μαρτυρίες”.

Θωμάς Κοροβίνης, “Οι Ασίκηδες”, εκδόσεις Εξάντας.

Διον. Γ. Χιώνης, “Οι Μάγκες”.

Αγγελική Βέλλου-Κάϊλ, Μάρκος Βαμβακάρης,   Αυτοβιογραφία, εκδόσεις Παπαζήση.

Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικα Τραγούδια, εκδόσεις Κέδρος.