Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Ψυχολογικοί Μηχανισμοί Άμυνας

Σύμφωνα με τον Sigmund Freud, οι μηχανισμοί άμυνας μπορούν να κάνουν τη ζωή μας προσαρμοστική ή δυσλειτουργική.

Ψυχολογικοί Αμυντικοί Μηχανισμοί

Σύμφωνα με την Ψυχαναλυτική θεωρία του Σίγκμουντ Φρόυντ, οι μηχανισμοί άμυνας ή ψυχολογικοί αμυντικοί μηχανισμοί, είναι αυτόματες πράξεις ή τεχνικές που εκτελούνται ασυνείδητα για την αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων και ερεθισμάτων που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε ψυχολογικά.

Πιο συγκεκριμένα είναι η μέθοδος με την οποία το Εγώ διευθετεί τις συγκρούσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ενορμήσεων του Εκείνο και των αξιών του Υπερεγώ.

Το Εγώ έχει ως στόχο την αποφυγή του άγχους και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Βασικός του ρόλος είναι να ελέγχει την πραγματικότητα για να δει αν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε ή αν χρειάζεται να κάνουμε κάτι άλλο. Η δράση του θα λέγαμε ότι είναι ως μεσολαβητής ανάμεσα στις αυθόρμητες επιθυμίες μας (το μέρος του εαυτού μας που έχει ονομαστεί από τον Freud “Id”) και στα «πρέπει» που η οικογένεια μας έχει θέσει και η κοινωνία προστάζει (εκείνο το μέρος του εαυτού μας που ονομάζεται “Υπερεγώ”)

Η ψυχή μας διαχειρίζεται με ασυνείδητο τρόπο τις ανησυχίες μας. Υπάρχουν πολλοί αμυντικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούμε συχνά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, ώστε να αποφύγουμε το άγχος που προκαλείται από αδικαιολόγητες παρορμήσεις της προσωπικότητας και καταλήγουν σε ενοχές που προκαλεί το «εγώ» ως αντίδραση σε αυτά τα συναισθήματα.

Οι αμυντικοί μηχανισμοί όπως η καταστολή, η μετατροπή και η ταύτιση αναγνωρίζονται συχνά υπάρχουν όμως και οι περισσότεροι έχουν αναγνωριστεί έναν αιώνα πριν από τον Σίγκμουντ Φρόιντ.

Μια δεύτερη πιο αναλυτική ματιά στους αμυντικούς Μηχανισμούς με προσέγγιση της Αναλυτικής Ψυχολογίας του Κάρλ Γιούγκ

Μηχανισμοί άμυνας ή ψυχολογικοί αμυντικοί μηχανισμοί: Ασυνείδητες ενδοψυχικές διεργασίες που δρουν για να ανακουφίσουν τη σύγκρουση και το άγχος που προέρχονται από τις ενορμήσεις και τα ένστικτα ενός ατόμου.

Η εξοικείωση με την έννοια της άμυνας και την ποικιλία των αμυντικών μηχανισμών που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της ψυχαναλυτικής διάγνωσης του χαρακτήρα.

Οι βασικές διαγνωστικές κατηγορίες που χρησιμοποιούνται από τους ψυχαναλυτές για τον προσδιορισμό των τύπων προσωπικότητας αναφέρονται σε μια ιδιαίτερη άμυνα ή σε ένα σύνολο αμυνών που επιστρατεύονται κατ’εξακολούθηση από το άτομο. Έτσι, ο διαγνωστικός όρος στον οποίο καταλήγουν οι ψυχαναλυτές αποτελεί ένα είδος στενογραφημένης περιγραφής, με την οποία περιγράφεται ο συνήθης τρόπος άμυνας ενός ατόμου.

Οι ψυχολογικοί αμυντικοί μηχανισμοί, άμυνες, έχουν και πολλές λειτουργίες που είναι ευεργετικές.

Στην αρχή οι ψυχολογικοί αμυντικοί μηχανισμοί, αποτελούν υγιείς και δημιουργικούς τρόπους προσαρμογής του βρέφους στο περιβάλλον του και συνεχίζουν να λειτουργούν προσαρμοστικά σε όλη την διάρκεια της ζωής. Όταν επιστρατεύονται για να υπερασπίσουν το άτομο από κάποια απειλή, ονομάζονται άμυνες ή ψυχολογικοί αμυντικοί μηχανισμοί.

Ένα άτομο με αμυντική συμπεριφορά προσπαθεί, σε γενικές γραμμές, να επιτύχει έναν ή και τους δύο από τους ακόλουθους σκοπούς:

Την αποφυγή ή τη διαχείριση κάποιου ισχυρού και απειλητικού συναισθήματος, συνήθως του άγχους, ενίοτε όμως και της υπερβολικής θλίψης ή και άλλων αποδιοργανωτικών συναισθηματικών εμπειριών, και τη διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.

Οι υποστηρικτές της ψυχολογίας του Εγώ έδωσαν έμφαση στον τρόπο λειτουργίας των αμυνών για την αντιμετώπιση του άγχους.

Οι υποστηρικτές της θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, που δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα θέματα της προσκόλλησης και του αποχωρισμού, ήταν οι πρώτοι που επισήμαναν ότι οι άμυνες μπορούν να επιστρατευθούν και για την αντιμετώπιση της θλίψης. Τέλος, οι υποστηρικτές της ψυχολογίας του Εαυτού τόνισαν το ρόλο των αμυνών στην προσπάθεια που καταβάλλει κάθε άτομο για τη διατήρηση μιας ισχυρής, σταθερής και θετικής αίσθησης του εαυτού του.

Ψυχολογικοί Αμυντικοί Μηχανισμοί

Παράγοντες που αλληλεπιδρούν

Κάθε άτομο εκφράζει μια ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένες άμυνες οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στον τρόπο με τον οποίο αυτό αντιμετωπίζει την πραγματικότητα.

Η προτίμηση και η αυτόματη χρήση μιας μεμονωμένης άμυνας ή μιας ομάδας αμυνών είναι το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ τεσσάρων, τουλάχιστον, παραγόντων:

α) της ιδιοσυγκρασίας ενός ατόμου

β) της φύσης των αρνητικών ψυχοπιεστικών παραγόντων που επηρέασαν ένα άτομο στη διάρκεια της πρώιμης παιδικής του ηλικίας

γ) των αμυνών που λειτούργησαν ως πρότυπα ή που διδάχτηκαν από γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα

δ) των συνεπειών που βίωσε ένα άτομο μετά την επιστράτευση συγκεκριμένων αμυνών (σύμφωνα με την ορολογία της θεωρίας της μάθησης ονομάζεται «αποτέλεσμα της ενίσχυσης»).

Οι άμυνες που χαρακτηρίζονται ως πρωτογενείς ή ανώριμες ή πρωτόγονες ή «χαμηλότερης τάξης» είναι όσες αφορούν την οριοθέτηση ανάμεσα στον εαυτό και στον εξωτερικό κόσμο.

Αντίθετα, οι άμυνες που χαρακτηρίζονται ως δευτερογενείς ή πιο ώριμες ή ανώτερες ή «υψηλότερης τάξης» σχετίζονται με την εσωτερική οριοθέτηση του ψυχικού οργάνου, όπως τα όρια ανάμεσα στο Εγώ ή στο Υπερεγώ και το Εκείνο, ή ανάμεσα στο τμήμα του Εγώ που παρατηρεί και στο τμήμα του Εγώ που βιώνει την υποκειμενική εμπειρία.

Ψυχολογικοί Αμυντικοί Μηχανισμοί

Όλοι μας χρησιμοποιούμε διάφορες τεχνικές ή μηχανισμούς για ν’ ανακουφισθούμε από την εσωτερική ένταση και να προφυλαχθούμε από επώδυνες εμπειρίες. Από τους μηχανισμούς αυτούς μερικοί λειτουργούν συνειδητά, οι πιο πολλοί όμως λειτουργούν ασυνείδητα. Οι ψυχικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούμε ασυνείδητα για ν’ ανακουφίσουμε το άγχος και να διευθετήσουμε τις συγκρούσεις μας λέγονται αμυντικοί μηχανισμοί. Κάθε ασυνείδητη σύγκρουση, βέβαια, είναι μια ψυχική πάλη που ξεκινά από την ταυτόχρονη εμφάνιση αντιτιθέμενων ή ασυμβίβαστων παρορμήσεων, ενορμήσεων, εσωτερικών ή εξωτερικών απαιτήσεων, π.χ. επιθυμία απαλλαγής από τον αντίζηλο στην οιδιπόδεια φάση πατέρα αλλά και αγάπη προς τον πατέρα.

Υπάρχει μεγάλος αριθμός αμυντικών μηχανισμών και κάθε άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί κάποια είδη μηχανισμών. Όσο πιο φυσιολογικό είναι το άτομο τόσο λιγότερες είναι οι ασυνείδητες συγκρούσεις της παιδικής του ηλικίας που δεν έχουν λυθεί, οπότε και μικρότερη η ανάγκη για κινητοποίηση αμυντικών μηχανισμών, Όσο πιο νευρωτικό ή διαταραγμένο στην προσωπικότητα του, τόσο υπάρχουν άλυτες ασυνείδητες συγκρούσεις, που συνεχώς κινητοποιούν αμυντικούς μηχανισμούς, που δημιουργούν συμπτώματα και έκπτωση της διαπροσωπικής ή κοινωνικής ή επαγγελματικής λειτουργίας του ατόμου.

Ορισμένοι μιλούν επίσης για «ώριμους» ή «προσαρμοστικούς» και «ανώριμους» ή «δυσπροσαρμοστικούς» μηχανισμούς ανάλογα με τον βαθμό που παραποιείται κυρίως η πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του συγκεκριμένου αμυντικού μηχανισμού. Μολονότι η διάκριση αυτή είναι πολύ σχετική, θα λέγαμε π.χ. ότι η προβολή και ο διαχωρισμός είναι δυσπροσαρμοστικοί μηχανισμοί, ενώ το χιούμορ, η πρόβλεψη και ο αλτρουισμός είναι προσαρμοστικοί αμυντικοί μηχανισμοί (μπορεί, όμως, ένας μηχανισμός όπως π.χ. η άρνηση, άλλοτε να είναι προσαρμοστικός κι άλλοτε δυσπροσαρμοστικός).

Ψυχολογικοί Αμυντικοί Μηχανισμοί

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ (ΠΡΩΤΟΓΟΝΕΣ) ΑΜΥΝΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ

Οι πρωτόγονες άμυνες λειτουργούν με έναν καθολικό και αδιαφοροποίητο τρόπο σε όλα τα επίπεδα, συγχωνεύοντας το αισθητηριακό, το συναισθηματικό, το γνωστικό και το συμπεριφορικό επίπεδο, ενώ οι πιο εξελιγμένες άμυνες δημιουργούν ιδιαίτερους μετασχηματισμούς σκέψης, συναισθήματος, αισθήσεων, συμπεριφοράς ή κάποιο συνδυασμό τους.

«Πρωτόγονες» θεωρούνται οι εξής άμυνες: απόσυρση, άρνηση, παντοδύναμος έλεγχος, πρωτόγονη εξιδανίκευση και υποτίμηση, προβολική και ενδοβλητική ταύτιση, διχοτόμηση του Εγώ και διάσχιση.

Για να χαρακτηριστεί μια άμυνα ως πρωτογενής, θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε δύο κριτήρια που συνδέονται με την προγλωσσική φάση της ανάπτυξης:

(α) τη μη κατάκτηση της αρχής της πραγματικότητας και

(β) την ανικανότητα διάκρισης της ξεχωριστής ύπαρξης και της σταθερότητας σε οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τον εαυτό.

Μερικές αμυντικές διεργασίες λαμβάνουν τόσο αρχαϊκές όσο και πιο ώριμες μορφές. Για παράδειγμα, η «εξιδανίκευση» μπορεί να δηλώνει την αναντίρρητη και γεμάτη λατρεία βεβαιότητα ενός ατόμου ότι ένα άλλο πρόσωπο είναι τέλειο, ή μπορεί να αναφέρεται σε μια ήπια και διανοητικά επεξεργασμένη αίσθηση ότι ένα πρόσωπο είναι ξεχωριστό ή ανώτερο, ακόμη και αν τα όρια και οι περιορισμοί του αναγνωρίζονται πλήρως. Η «απόσυρση» μπορεί να αναφέρεται στην πλήρη άρνηση της πραγματικότητας υπέρ μιας ψυχωτικής κατάστασης, ή μπορεί να σχετίζεται με μια ήπια τάση αντιμετώπισης της ψυχικής πίεσης με ονειροπόληση.

Οι προγλωσσικές διεργασίες που κυριαρχούν πριν από την κατάκτηση της αρχής της πραγματικότητας και πριν την κατάκτηση της σταθερότητας των αντικειμένων από το βρέφος αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία δομείται η ψυχολογία του κάθε ατόμου. Γίνονται πρόβλημα μόνο εάν το άτομο στερείται ωριμότερων δεξιοτήτων αντιμετώπισης της πραγματικότητας, ή μόνο όταν αυτές οι άμυνες χρησιμοποιούνται κατ’εξακολούθηση και εφόσον έχουν εξαιρεθεί κάποιες άλλες. Όλοι μας χρησιμοποιούμε την άρνηση, τη διχοτόμηση και τον παντοδύναμο έλεγχο. Οι περισσότεροι, όμως, συμπληρώνουμε αυτές τις αντιδράσεις με πιο σύνθετους τρόπους χειρισμού του άγχους και αφομοίωσης μιας πολύπλοκης και δυσάρεστης για μας πραγματικότητας. Αυτό που χαρακτηρίζει τη μεταιχμιακή ή την ψυχωτική δομή της προσωπικότητας δεν είναι η παρουσία των πρωτόγονων αμυνών, αλλά η απουσία των ώριμων.

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ (ΥΨΗΛΟΤΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ) ΑΜΥΝΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ

Παρακάτω περιγράφουμε τους κυριότερους Πρωτογενείς και Δευτερογενείς αμυντικούς μηχανισμούς με αλφαβητική σειρά:

Ψυχολογικοί Αμυντικοί Μηχανισμοί

Η ακύρωση μπορεί να θεωρηθεί ο φυσικός διάδοχος του παντοδύναμου ελέγχου. Είναι ένας όρος που υποδηλώνει ακριβώς αυτό που θα σκεφτόταν κάποιος: την ασυνείδητη προσπάθεια αντιστάθμισης κάποιας επίδρασης-συνήθως της ενοχής ή της ντροπής- με μια στάση ή συμπεριφορά η οποία με κάποιο μαγικό τρόπο θα την εξαλείψει. Ένα καθημερινό παράδειγμα ακύρωσης μπορεί να είναι η επιστροφή του συζύγου στο σπίτι με ένα δώρο για τη σύζυγό του, επειδή ο ίδιος θέλει να εξιλεωθεί για το ξέσπασμα επιθετικότητας που είχε εναντίον της το προηγούμενο βράδυ. Στην περίπτωση βέβαια που το κίνητρο αυτό είναι συνειδητό, δεν μπορούμε να μιλούμε για ακύρωση.

Πολλές θρησκευτικές τελετές διατηρούν σε κάποιες διαστάσεις τους ένα χαρακτήρα ακύρωσης. Η προσπάθεια εξιλέωσης των αμαρτιών, ακόμη και αν αυτές διαπράχθηκαν μόνο στη σκέψη, ίσως είναι μια πανανθρώπινη παρόρμηση.

Όταν τα παιδιά είναι σε ηλικία κατά την οποία μπορούν να κατανοήσουν το γεγονός του θανάτου, επιτελούν ένα πλήθος μαγικών τελετουργιών, οι οποίες διατηρούν ένα συστατικό ακύρωσης αυτής της αλήθειας. Το παιδικό παιχνίδι «αποφυγής των αρμών στις πλάκες του πεζοδρομίου για να μην πεθάνει η μαμά» εξηγείται ψυχαναλυτικά ως ακύρωση των ασυνείδητων επιθυμιών θανάτου της μητέρας, οι οποίες δημιουργούν περισσότερο φόβο από ό,τι πριν αποκτήσει πιο ώριμο χαρακτήρα η έννοια του θανάτου. Οι φαντασιώσεις παντοδυναμίας είναι ορατές στην απόλυτη πεποίθηση αυτής της συμπεριφοράς ότι τα επιθετικά συναισθήματα του παιδιού είναι επικίνδυνα: η σκέψη είναι ισοδύναμη με την πράξη.

Οι άνθρωποι που νιώθουν σε μεγάλο βαθμό τύψεις για τις αμαρτίες, τα λάθη και τις αποτυχίες που έχουν διαπράξει στο παρελθόν, ασχέτως εάν όλα αυτά ήταν πραγματικά, υπερμεγεθυσμένα ή είχαν διαπραχθεί μόνο στη σκέψη τους, είναι πιθανό να κατασκευάσουν ένα τέτοιο πρότυπο ακύρωσης εφ’όρου ζωής. Ο Adlai Stevenson , για παράδειγμα, ο οποίος όταν ήταν παιδί, σκότωσε το μικρό του ξάδελφο σε κάποιο ατύχημα, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στη δημόσια προσφορά. Μια εβδομηνταενιάχρονη μεσοαστή από τον Καύκασο, η οποία συμμετείχε σε έρευνα σχετικά με τους ανθρώπους που είναι αλτρουιστές, είχε αφιερώσει επί δεκαετίες τη ζωή της στην κατάκτηση ίσων δικαιωμάτων για τους ανθρώπους που ανήκουν σε άλλες φυλές εκτός της λευκής. Η ίδια στα εννιά της χρόνια είχε προσβάλει από απροσεξία μια μαύρη γυναίκα την οποία αγαπούσε πολύ.

Όταν η ακύρωση συνιστά μια κεντρική άμυνα στο ρεπερτόριο αμυνών του ατόμου, και στις περιπτώσεις που διάφορες ενέργειες οι οποίες έχουν την ασυνείδητη σημασία της εξιλέωσης για αρνητικές πράξεις του παρελθόντος αναλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό να στηρίξουν την αυτοεκτίμηση του ατόμου, τότε θεωρούμε την προσωπικότητα αυτού που χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη άμυνα ψυχαναγκαστική.

Η έννοια της ψυχαναγκαστικότητας είναι ουδέτερη ως προς το ηθικό της περιεχόμενο. Ένα άτομο μπορεί να είναι ψυχαναγκαστικός πότης, και ένα άλλο άτομο μπορεί να είναι ψυχαναγκαστικός ανθρωπιστής.

Είναι η προσφορά υπηρεσιών προς τους άλλους συμπεριλαμβανομένης της φιλανθρωπίας και άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων. Πρόκειται για ώριμη και προσαρμοστική τεχνική έμμεσης ή άμεσης ικανοποίησης και αυτοεπιβεβαίωσης του ατόμου.

Μια πράξη καλής θέλησης προς ένα άλλο άτομο, γνωστή και ως πράξη αλτρουισμού , μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τρόπος εξουδετέρωσης μιας πιθανής αγχωτικής κατάστασης. Ο αλτρουισμός ίσως να χρησιμοποιείται ως αμυντικός μηχανισμός , για παράδειγμα, να βοηθάτε ένα άτομο που δεν σας συμπαθεί ή να αντιμετωπίζετε μια διαφωνία με ευγένεια και θετικότητα.

Ο μηχανισμός αυτός που είναι συνήθως ασυνείδητος μπορεί να είναι και συνειδητός. Με τον μηχανισμό αυτόν το άτομο προσπαθεί να επανορθώσει, δηλαδή να αναπληρώσει, μια φανταστική ή πραγματική σωματική ανεπάρκεια, π.χ. ένας ανάπηρος γίνεται τυραννικά δεσποτικός. Μπορεί όμως η αναπλήρωση να οδηγεί και σε προσαρμοστική επανόρθωση π.χ. ένας τυφλός να γίνει εξαίρετος μουσικός.

Πρόκειται για τον μηχανισμό όπου μια επιθετική ενόρμηση προς κάποιο άτομο στρέφεται προς τα πίσω (αναστρέφεται) προς τον εαυτό. Θεωρείται ψυχαναλυτικά ως βασικός μηχανισμός της κατάθλιψης (ιδιαίτερα σε άτομα που είχαν αμφιθυμική σχέση με κάποιο άτομο που έχασαν και εμφάνισαν κατόπιν κατάθλιψη – έστρεψαν δηλαδή την επιθετικότητα τους στον εαυτό τους). Μπορεί επίσης ν’ αποτελέσει ψυχαναλυτική εξήγηση της υποχονδρίασης ως σωματικής εκδήλωσης επιθετικότητας που απευθύνονταν ουσιαστικά προς άλλους.

Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο το άτομο μπορεί να αντιμετωπίσει κάποια συναισθήματα που αντιπροσωπεύουν μια ψυχολογική απειλή για τον εαυτό τους είναι η κατασκευή ενός σεναρίου που αλλάζει τη θέση του ατόμου από υποκείμενο σε αντικείμενο ή αντίστροφα. Για παράδειγμα, εάν ένα άτομο νιώθει ότι η λαχτάρα που έχει να δεχτεί τη φροντίδα κάποιου άλλου είναι κατακριτέα ή επικίνδυνη, είναι πιθανό να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για εξάρτηση φροντίζοντας ένα άλλο άτομο και ασυνείδητα να ταυτιστεί με την ευγνωμοσύνη του αποδέκτη της προσφερόμενης φροντίδας. Αυτή η ιδιαίτερη εκδοχή της αντιστροφής συνηθίζεται από θεραπευτές οι οποίοι νιώθουν άβολα με τη δική τους τάση εξάρτησης, αλλά είναι ευτυχείς όταν οι άλλοι εξαρτώνται από τους ίδιους.

Όταν τα παιδιά μεγαλώνουν αρκετά ώστε να είναι σε θέση να παίζουν με κούκλες ή με «παιχνιδομορφές», τότε είναι δυνατόν να χρησιμοποιούν την αντιστροφή.

Οι οπαδοί της θεωρίας του ελέγχου-κυριαρχίας ονομάζουν αυτό το φαινόμενο «μετασχηματισμό από το παθητικό στο ενεργητικό». Η άμυνα λειτουργεί εποικοδομητικά όταν το σενάριο που αντιστρέφεται είναι καλό (υποθέσεις), ενώ λειτουργεί με επιζήμιο τρόπο όταν η κατάσταση που αντιστρέφεται είναι ουσιαστικά αρνητική (καψόνια). (Αβοήθητο παιδί – βοηθός παιδιών ως ενήλικος).

Όταν ένα στοιχείο της προσωπικότητας σηματοδοτεί την επιθυμία για αντίδραση σε ένα ερέθισμα, το «εγώ» και το «υπερεγώ» αντισταθμίζουν την κατάσταση αν νιώσουν ότι αυτή η συμπεριφορά είναι αντιπαραγωγική ή ανήθικη. Ένα άτομο ίσως να θέλει να φωνάξει όταν βρίσκει κίνηση στο δρόμο, αλλά το εγώ, το αντιλαμβάνεται αυτό ως άσχημη και απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά, και έτσι το άτομο συγκρατείται. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, ίσως να μην μπορούμε να συγκρατήσουμε τα στοιχεία της προσωπικότητάς μας παρά την αντίσταση του εγώ και απλά να αντιδρούμε με παράλογο τρόπο.

Για παράδειγμα, ένα άτομο ίσως να θέλει να ξεσπάσει μετά από μια συνάντηση στη δουλειά ενώ θα έπρεπε να παραμείνει ήρεμο και να κρύψει την ανησυχία του.

 

ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

Η άμυνα του αντιδραστικού σχηματισμού είναι ένα παράξενο φαινόμενο. Όπως φαίνεται, ο ανθρώπινος οργανισμός έχει την ικανότητα να μεταστρέφει κάτι στο εκ διαμέτρου αντίθετό του με σκοπό να το καταστήσει λιγότερο απειλητικό.

Ο παραδοσιακός ορισμός του αντιδραστικού σχηματισμού αναφέρεται σε αυτή τη μετατροπή ενός αρνητικού σε θετικό συναίσθημα και το αντίστροφο. Πολλές καθημερινές συνδιαλλαγές δείχνουν ότι το μίσος μπορεί να μετασχηματιστεί σε αγάπη, η λαχτάρα σε περιφρόνηση και ο φθόνος σε έλξη.

Ένα χαρακτηριστικό του αντιδραστικού σχηματισμού είναι ότι ένα μέρος από το αποκηρυγμένο συναίσθημα «διαρρέει μέσω» αυτής της άμυνας, και έτσι οι παρατηρητές μπορούν να εντοπίσουν ότι υπάρχει κάτι υπερβολικό ή ψεύτικο στη συνειδητή συναισθηματική προδιάθεση του ατόμου. Σε ένα μεγαλύτερο παιδί, λόγου χάρη προσχολικής ηλικίας, το οποίο έχει παραγκωνιστεί από ένα νεογέννητο, μπορεί να είναι ορατή μια διάθεση «αγάπης για το μωρό μέχρι θανάτου»: είναι πιθανό να το αγκαλιάζει πολύ σφιχτά, να του τραγουδάει πολύ δυνατά, να το σηκώνει ψηλά στον αέρα πολύ επιθετικά και ούτω καθεξής.

Ένας ακριβέστερος τρόπος σκιαγράφησης του αντιδραστικού σχηματισμού, πέρα από τη θεώρησή του ως μιας μεταστροφής ενός συναισθήματος στο αντίθετό του, θα μπορούσε να είναι η παρατήρηση ότι εξυπηρετεί στην άρνηση της αμφιθυμίας.

Μια βασική ψυχαναλυτική υπόθεση είναι το ότι καμιά προδιάθεση δεν είναι αμιγής. Έτσι, είναι δυνατόν να μισούμε το πρόσωπο που αγαπάμε ή να νιώθουμε μνησικακία για το πρόσωπο για το οποίο αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη. Η συναισθηματική μας κατάσταση δεν ανάγεται στη μια ή στην άλλη θέση. Μια πολύ συνηθισμένη παρανόηση γίνεται στην ψυχαναλυτική ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο αναλυτής αναφέρει στον ασθενή ότι, ενώ φαίνεται να βιώνει ένα συναίσθημα «χ», στην πραγματικότητα βιώνει ένα συναίσθημα «ψ». Ουσιαστικά, η ορθή ψυχαναλυτική ερμηνεία είναι ότι, αν και κάποιος είναι πιθανό να βιώνει ένα συναίσθημα «χ», βιώνει επίσης (ίσως ασυνείδητα) ένα συναίσθημα «ψ». Στον αντιδραστικό σχηματισμό το άτομο πείθει τον εαυτό του ότι το μόνο που βιώνει είναι ο ένας πόλος μιας πολύπλοκης συναισθηματικής αντίδρασης.

Καταστάσεις στις οποίες η άμυνα αυτή λειτουργεί ιδιαίτερα εποικοδομητικά έχουν σχέση με συνθήκες στις οποίες ανταγωνιστικά συναισθήματα, στα οποία περιλαμβάνονται το μίσος και ο θαυμασμός, ωθούν ένα παιδί στην άμιλλα με έναν φίλο του και όχι στην απόρριψή του.

Ο αντιδραστικός σχηματισμός είναι μια άμυνα που προτιμούν τα άτομα τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο είδος ψυχοπαθολογίας, σύμφωνα με την οποία τα εχθρικά συναισθήματα και οι επιθετικές επιθυμίες απασχολούν το άτομο σε μεγάλο βαθμό, ενώ παράλληλα νιώθει ότι κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχό τους.

Για παράδειγμα, οι παρανοϊκοί συχνά αισθάνονται μόνο μίσος και καχυποψία, ενώ ένας εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να υποψιαστεί ότι πέρα από αυτά νιώθουν επίσης λαχτάρα για επαφή και εξάρτηση. Οι ιδεοψυχαναγκαστικοί συχνά πιστεύουν ότι απέναντι στα πρόσωπα εξουσίας τρέφουν μόνο σεβασμό και εκτίμηση, ενώ ένας εξωτερικός παρατηρητής υποπτεύεται ότι στην πραγματικότητα νιώθουν μνησικακία.

 

 

Αντίδραση με Αντίθετο

Με το μηχανισμό επιθυμία ή σκέψη που απωθείται στο ασυνείδητο ως απαράδεκτη εμφανίζεται στο συνειδητό ως το αντίθετο. Π.χ. Πολύ ευγενικά αισθήματα μπορεί να καλύπτουν εχθρικά αισθήματα.

Χαρακτηριστικά: Ιδιότητα υπερβολική και δύσκαμπτη. Όχι απαραιτήτως παθολογική κατάσταση.

Ορισμένες ιδιότητες αυξάνονται κατά πολύ προκειμένου να καλύψουν συναισθήματα μειονεκτικότητας.

Χαρακτηριστικά: Συνήθως υπερβολικές. Αισθήματα μειονεκτικότητας βασίζονται σε πραγματικότητα ή όχι.

Αντισταθμιστική συμπτωματολογία ή αντισταθμιστικός σχηματισμός ή αντιθετικός σχηματισμός

Ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός στον οποίο ένα άτομο υιοθετεί συναισθήματα, ιδέες, στάση και συμπεριφορά που είναι ακριβώς αντίθετα από συνειδητές ή ασυνείδητες ενορμήσεις. Όταν οι βαθιές επιθυμίες της προσωπικότητάς μας έρχονται σε σύγκρουση με το εγώ και το υπερεγώ, ένα άτομο ίσως να καθορίζει τις αντιδράσεις σε αυτές τις παρορμήσεις. Συχνά, αυτή η πράξη είναι εντελώς αντίθετη με τις απαιτήσεις της πραγματικής μας επιθυμίας, και μας βοηθά να αντισταθμίζουμε τις παρορμήσεις οι οποίες δεν είναι αποδεκτές.

Για παράδειγμα, ένας άνδρας μπορεί να νιώθει αγάπη για μια παντρεμένη γυναίκα. Το υπερεγώ αναγνωρίζει ότι η εκπλήρωση της επιθυμίας του έρχεται σε αντίθεση με τους κοινωνικούς κανόνες και τις αποδεκτές συμπεριφορές, έτσι ο άνδρας αρχίζει να σχηματίζει μια αντίδραση και να καλλιεργεί την αντιπάθεια για αυτή τη γυναίκα, το αντίθετο από το πραγματικό του συναίσθημα.

Έτσι π.χ. ένα άτομο με έντονα απωθημένες σεξουαλικές ενορμήσεις μπορεί να παρουσιάζεται έντονα ηθικολόγος, ένα άτομο με έντονα απωθημένες επιθετικές τάσεις ως εξαιρετικά φιλόζωος ή ειρηνιστής κ.ο.κ.

Η αποδοχή μιας κατάστασης που προκαλεί άγχος είναι μια τεχνική που χρησιμοποιούμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε με ανεπιθύμητες συνθήκες ή συναισθήματα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να γνωρίζει ότι φέρθηκε άσχημα στον πατέρα του χωρίς λόγο σύμφωνα με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ή να αποδέχεται την νέα κατάσταση μετά από το χωρισμό με το σύντροφό του.

Tο αποτράβηγμα από μία κατάσταση που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα π.χ. κάποιος κοιμάται πολύ ή παίρνει ναρκωτικά για να αποφύγει την “άσχημη” πραγματικότητα.

ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ

Όταν ένα βρέφος νιώθει υπερβολική διέγερση ή υπερβολικό στρες, συνήθως καταφεύγει στον ύπνο.

Οι ενήλικες εκδοχές αυτής της διεργασίας παρατηρούνται σε άτομα που αποχωρούν από κοινωνικές ή διαπροσωπικές περιστάσεις και υποκαθιστούν τις στρεσογόνες γι’αυτά διεγέρσεις της συναναστροφής τους με τους άλλους με τον εσωτερικό φαντασιωσικό τους κόσμο. Η τάση ορισμένων ατόμων να κάνουν χρήση χημικών ουσιών για την αλλαγή της συνειδησιακής τους κατάστασης μπορεί επίσης να εκληφθεί ως απόσυρση.

Βρεφικές εμπειρίες συγκινησιακής αναστάτωσης ή εισβολής από τα άτομα που φροντίζουν τα βρέφη, καθώς και από άλλα αντικείμενα της πρώιμης περιόδου της ζωής, ενισχύουν την απόσυρση. Όταν ένα άτομο αντιδρά συνήθως με απόσυρση, αποκλείοντας άλλους τρόπους αντίδρασης στο άγχος, τότε οι ψυχαναλυτές το ονομάζουν «σχιζοειδές».

Το προφανές μειονέκτημα της απόσυρσης είναι ότι απομακρύνει το άτομο από την ενεργητική συμμετοχή του στην επίλυση των διαπροσωπικών του προβλημάτων. Τα άτομα με σχιζοειδείς συντρόφους συχνά δεν γνωρίζουν πώς να τους κάνουν να δείξουν κάποιο είδος συναισθηματικής ανταπόκρισης. Ένα συνηθισμένο παράπονο για το σύντροφό τους είναι ότι «παίζει με το χειριστήριο της τηλεόρασης και αρνείται να μου απαντήσει». Τα άτομα που σε μόνιμη βάση απομονώνουν τον εαυτό τους θέτουν σε δοκιμασία την υπομονή εκείνων που τους αγαπούν, προβάλλοντας αντίσταση στη συναισθηματική διαντίδραση μαζί τους.

Το βασικότερο πλεονέκτημα της απόσυρσης ως αμυντικής στρατηγικής είναι ότι, ενώ πρόκειται για μια διεργασία ψυχολογικής απόδρασης από την πραγματικότητα, απαιτεί σχετικά μικρή παραποίηση αυτής της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι που επιστρατεύουν πολύ συχνά την απόσυρση ανακουφίζουν τον εαυτό τους όχι μέσω της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, αλλά μέσω της φυγής τους από αυτή. Κατά συνέπεια, μπορεί να είναι ασυνήθιστα ευαίσθητοι, συχνά προς μεγάλη έκπληξη αυτών που τους απορρίπτουν επειδή τους θεωρούν αδιάφορους.

Επίσης, παρόλο που ότι από τη φύση τους τα άτομα αυτά δύσκολα εκφράζουν τα συναισθήματά τους, μπορεί να είναι ιδιαίτερα ικανά να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα των άλλων. Στο πιο υγιές επίπεδο της σχιζοειδούς κατάστασης συναντά κανείς άτομα που διακρίνονται για τη δημιουργικότητά τους: καλλιτέχνες, συγγραφείς, θεωρητικούς επιστήμονες, φιλόσοφους, μυστικιστές και άλλους ιδιαίτερα ταλαντούχους θεατές του κόσμου, η ικανότητα των οποίων να αποτραβιούνται από τη συμβατικότητα της καθημερινής ζωής τούς επιτρέπει να ερμηνεύουν την πραγματικότητα με ιδιαίτερη πρωτοτυπία.

Όταν μια κατάσταση μας προκαλεί άγχος, μια εύκολη επιλογή είναι να την αποφύγουμε. Παρόλο που η αποφυγή μοιάζει σαν απόδραση από ένα συγκεκριμένο γεγονός, οδηγεί στην παραμέληση της αιτίας της ανησυχίας. Για παράδειγμα, ένα άτομο ίσως να γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει μια δύσκολη παρουσίαση στους συνεργάτες στη δουλειά του και να αρρωσταίνει εκείνη την ήμερα για να την αποφύγει. Η αποφυγή μιας κατάστασης είναι μια βραχεία επιλογή, αν η παρουσίαση επαναπρογραμματιστεί για μια άλλη ημέρα. Κάποιος ίσως να αποφεύγει να σκεφτεί κάτι που του προκαλεί άγχος, και να προτιμά να μην το αντιμετωπίσει.

Ένας άλλος τρόπος τον οποίο χρησιμοποιεί το βρέφος για να χειρίζεται δυσάρεστες εμπειρίες είναι το να αρνείται ότι αυτές όντως συμβαίνουν.

Όλοι οι άνθρωποι που πληροφορούνται για το θάνατο κάποιου σημαντικού τους προσώπου αντιδρούν λέγοντας: «Ω, όχι!». Αυτή η αντίδραση είναι η σκιά μιας αρχαϊκής διεργασίας που έχει τις ρίζες της στον εγωκεντρισμό του παιδιού, όπου η εμπειρία κυριαρχείται από την προλογική πεποίθηση: «αν αυτό δεν το παραδεχτώ, τότε δεν συμβαίνει».

Εμπειρίες έκστασης και υπερβολικής χαράς, ιδιαίτερα σε συνθήκες τις οποίες οι περισσότεροι άνθρωποι θα αντιλαμβάνονταν ως αρνητικές, θεωρείται ότι αντικατοπτρίζουν τη λειτουργία της άρνησης.

Οι περισσότεροι από εμάς χρησιμοποιούμε την άρνηση έως ένα βαθμό για να κάνουμε τη ζωή μας λιγότερο δυσάρεστη. Πολλοί άνθρωποι μάλιστα τη χρησιμοποιούν κατά κόρον σε συγκεκριμένες πτυχές της ζωής τους. Όταν κάποιος πληγώνεται σε μια περίσταση στην οποία θεωρείται ότι δεν είναι πρέπον να κλάψει, τότε είναι πιθανότερο να αρνηθεί τα πραγματικά του συναισθήματα και να αναστείλει σε συνειδητό επίπεδο την αντίδραση του κλάματος. Σε καταστάσεις κρίσης ή άμεσης ανάγκης η ικανότητα του ατόμου να αρνείται συναισθηματικά ότι η επιβίωσή του κινδυνεύει μπορεί ακόμη και να του σώσει τη ζωή. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο, επιστρατεύοντας την άρνηση, μπορεί να ενεργήσει με έναν τρόπο που αντικειμενικά είναι ο πιο αποτελεσματικός και ηρωικός. Σε κάθε πόλεμο παρουσιάζονται ιστορίες ατόμων που διατήρησαν την ψυχραιμία τους σε απειλητικές και τρομακτικές καταστάσεις και κατάφεραν να σώσουν τον εαυτό τους και τους συντρόφους τους.

Βεβαίως, η άρνηση μπορεί να έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα. Σύζυγοι που υφίστανται κακοποίηση από τους συντρόφους τους και αρνούνται την επικινδυνότητα τους, αλκοολικοί που επιμένουν ότι δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το ποτό, μητέρες που αγνοούν τα αποδεικτικά στοιχεία ότι οι κόρες τους έχουν παρενοχληθεί σεξουαλικά, ηλικιωμένα άτομα που δεν σκέφτονται να σταματήσουν να οδηγούν παρά την προφανή αδυναμία τους, όλα αυτά είναι μερικά παραδείγματα άρνησης στη χειρότερη μορφή της.

Ένα συστατικό της άρνησης μπορεί να ανευρεθεί στη λειτουργία των περισσότερων ώριμων αμυνών. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ανακουφιστική πεποίθηση ότι το άτομο που σας απέρριψε στην πραγματικότητα σας επιθυμούσε, αλλά δεν ήταν έτοιμο για πλήρη δέσμευση όχι μόνο μαζί σας, αλλά ούτε και με οποιοδήποτε άλλο άτομο. Ένα τέτοιο συμπέρασμα περιλαμβάνει την άρνηση ότι το άτομο δέχτηκε απόρριψη, καθώς και μια πιο εκλεπτυσμένη ενέργεια αιτιολόγησης που ονομάζεται εκλογίκευση. Ομοίως, η άμυνα του αντιδραστικού σχηματισμού, στην οποία ένα συναίσθημα μετατρέπεται στο αντίθετό του (για παράδειγμα, το μίσος σε αγάπη) αποτελεί ένα συγκεκριμένο και πιο πολύπλοκο τύπο άρνησης του συναισθήματος, ενάντια στο οποίο ένα άτομο αμύνεται, και όχι μια απλή άρνηση να αισθανθεί κάποιος αυτό το συναίσθημα.

Το πιο προφανές παράδειγμα ψυχοπαθολογίας που χαρακτηρίζεται από την επιστράτευση της άρνησης είναι η μανία. Στη μανιακή κατάσταση τα άτομα μπορεί να φτάσουν σε σημείο να αρνηθούν, σε εκπληκτικό βαθμό, τα σωματικά τους όρια, την ανάγκη τους για ύπνο, την κρισιμότητα της οικονομικής τους κατάστασης, τις προσωπικές τους αδυναμίες, ακόμη και τη θνητότητα της φύσης τους.

Τα άτομα που χρησιμοποιούν την άρνηση ως τη βασική τους άμυνα είναι μανιακά σε ό,τι αφορά την οργάνωση του χαρακτήρα τους και ονομάζονται υπομανιακά. Ωστόσο, η κρυφή καταθλιπτική πλευρά τέτοιων ατόμων είναι συνήθως ορατή στους στενούς τους φίλους και, συχνά, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς το ψυχολογικό τίμημα που πληρώνουν για τη μανιακή τους γοητεία.

 Το άτομο αρνείται την ύπαρξη εξωτερικής πραγματικότητας.

Χαρακτηριστικά: Αναφέρεται στο εξωτερικό περιβάλλον, επηρεάζει τις σκέψεις ή τη συμπεριφορά.

Είναι ο αμυντικός μηχανισμός που λειτουργεί ασυνείδητα και με τον οποίο το άτομο αρνείται την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων της εξωτερικής κυρίως πραγματικότητας. Π.χ. ο αλκοολικός αρνείται ότι έχει πιει, ενώ ήδη μυρίζει ποτό. Σημασία έχει η άρνηση στις περιπτώσεις ύπαρξης σοβαρής ασθένειας, όπως π.χ. καρκίνου, που μπορεί να καθυστερήσει τη διάγνωση της (π.χ. μία γυναίκα αρνείται την ύπαρξη μικρού ογκιδίου στο μαστό της που συνεχώς μεγαλώνει για μήνες). Μετά τη διάγνωση μιας σοβαρής ασθένειας η άρνηση μπορεί να επηρεάσει τον βαθμό της επίγνωσης της σοβαρότητας της κατάστασης (καθώς το άτομο αρνείται κάποιο μέρος της αλήθειας που δεν αντέχει) και να λειτουργήσει έτσι είτε προσαρμοστικά είτε δυσπροσαρμοστικά.

Η άρνηση των συναισθημάτων ή των πράξεων είναι ένας αμυντικός μηχανισμός για την αποφυγή βλάβης του εγώ που προκαλείται από το άγχος ή τις ενοχές της αποδοχής. Μια παντρεμένη γυναίκα ίσως να αρνείται στον εαυτό της ότι νιώθει έλξη για το φίλο του άντρα της, αντί να αποδέχεται τα πραγματικά της συναισθήματα. Ένα άτομο ίσως να αρνείται κάποιες συμπεριφορές, όπως η κλοπή, και να προτιμά να σκέφτεται ότι κάποιος το έσπρωξε στο έγκλημα, ώστε να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις ενοχές και να αποδεχτεί τις πράξεις του. Η άρνηση είναι ένας ανεπιθύμητος αμυντικός μηχανισμός , καθώς παραβιάζει της βασικές αρχές της ταυτότητας ενός ατόμου, και βυθίζει το άτομο σε ένα φανταστικό κόσμο αποκομμένο από την πραγματικότητα.

Η απώθηση είναι η πιο βασική άμυνα υψηλότερης τάξης.

Όταν μια εσωτερική προδιάθεση ή μια εξωτερική κατάσταση προκαλεί στο άτομο μεγάλη αναστάτωση ή σύγχυση, είναι πιθανό να παραπεμφθεί σκόπιμα στο ασυνείδητο. Αυτή η διεργασία μπορεί να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές μιας εμπειρίας, το συναίσθημα που συνδέεται με την εμπειρία ή τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες του ατόμου σχετικά με αυτήν.

Η συγκεκριμένη άμυνα ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι το άτομο δεν έχει συνειδητή πρόσβαση σε μια ιδέα ή σε ένα συναίσθημα ή σε μια αντίληψη, και τούτο εξαιτίας της δύναμής του να του προκαλούν αναστάτωση.

Ορισμένοι σύγχρονοι αναλυτές υποθέτουν ότι ένα άτομο θα πρέπει αρχικά να έχει κατακτήσει μια αίσθηση ολότητας και συνέχειας του εαυτού του, προτού είναι πραγματικά σε θέση να χειριστεί κάποιες έντονες παρορμήσεις μέσω της απώθησης. Άτομα τα οποία λόγω των πρώιμων εμπειριών της ζωής τους δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν μια σταθερή ταυτότητα έχουν την τάση να επιστρατεύουν πιο πρωτόγονες άμυνες, όπως είναι η άρνηση, η προβολή και η διχοτόμηση, για να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα που τους προκαλούν αναστάτωση.

Η απώθηση γίνεται προβληματική στις εξής περιπτώσεις: (1) όταν αποτυγχάνει στην εκπλήρωση του σκοπού της, να συγκρατεί δηλαδή τις ενοχλητικές ιδέες έξω από τη συνείδηση ώστε το άτομο να συνεχίσει να ζει τη ζωή του και να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα. (2) όταν προκαλεί εμπόδια και δυσκολίες σε ορισμένες θετικές πλευρές της ζωής. (3) όταν αποκλείει άλλους πιο επιτυχημένους τρόπους αντιμετώπισης της πραγματικότητας.

Η υπερβολική επιστράτευση της απώθησης, σε συνδυασμό με κάποιες άλλες συγκεκριμένες άμυνες οι οποίες συχνά συνυπάρχουν με αυτήν, θεωρείται γενικά ότι συγκροτούν το σήμα κατατεθέν της υστερικής προσωπικότητας.

Είναι γεγονός ότι ένα στοιχείο απώθησης ενυπάρχει στη λειτουργία των περισσότερων δευτερογενών αμυνών, μολονότι υποστηρίζεται ότι δεν είναι η απώθηση, αλλά η άρνηση που εκδηλώνεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες επικρατεί ασάφεια για το αν το άτομο αρχικά συνειδητοποίησε κάτι προτού στη συνέχεια χάσει τη γνώση αυτή.

Για παράδειγμα, στον αντιδραστικό σχηματισμό, δηλαδή στη μετατροπή μιας στάσης στην αντίθετή της, όπως του μίσους σε αγάπη ή της εξιδανίκευσης σε περιφρόνηση, το αρχικό συναίσθημα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει απωθηθεί ή ότι έχει γίνει αντικείμενο άρνησης, ανάλογα με το αν το άτομο το είχε κάποτε βιώσει συνειδητά.

 

Διάφορες επιθυμίες, αισθήματα,σκέψεις, που δεν είναι αποδεκτά (δημιουργούν άγχος), απωθούνται στο ασυνείδητο. Είναι έξω από τη μνήμη.

Χαρακτηριστικά: Ότι απωθείται διατηρεί την ενέργειά του και προσπαθεί να έλθει στο συνειδητό. Χρειάζεται αντίθετη ενέργεια να το κρατήσει στο ασυνείδητο (σχέση δυναμική). Εξακολουθεί να επιδρά. Πολύ βασικός μηχανισμός. Συχνός στις νευρώσεις.

Η απώθηση είναι ίσως ο πιο σημαντικός αμυντικός μηχανισμός καθώς τα καταπιεσμένα συναισθήματα και οι παρορμήσεις οδηγούν σε πολλούς άλλους μηχανισμούς. Σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία του Φρόυντ, οι παρορμητικές επιθυμίες της ψυχής  αποτρέπονται από το εγώ, οι πράξεις μας καθορίζονται από το περιβάλλον μας, περιλαμβανομένων των κοινωνικών αξιών. Το υπέρ εγώ αποτελεί την ηθική μας πυξίδα και μας δημιουργεί συναισθήματα ενοχών αν υποκύψουμε στις επιθυμίες της ψυχής μας.

Σίγουρα προκύπτει πίεση ανάμεσα στην ταυτότητα, το εγώ και το υπερεγώ και οι ενοχές προκαλούνται από το τελευταίο και οδηγούν σε συναισθήματα άγχους και ντροπής. Για να μπορέσουμε να ζήσουμε με αυτά τα συναισθήματα, ο Φρόυντ πίστευε ότι το μυαλό μας απωθεί τις σκέψεις που είναι η πηγή της ανησυχίας : αντί να σκεπτόμαστε συνειδητά, συσσωρεύουμε τις σκέψεις στο ασυνείδητο μυαλό, και αυτές αναδύονται από συμβολικά όνειρα και ανεξήγητα μοτίβα συμπεριφοράς.

Ο Φρόυντ και ο συνεργάτης του,  Τζόσεφ Μπρούερ, χρησιμοποίησαν τεχνικές όπως η ύπνωση, η αναδρομή και οι ελεύθεροι συνειρμοί για να ενθαρρύνουν τους ασθενείς να ανακαλέσουν στην μνήμη τους και να αποδεχτούν τις καταπιεσμένες αναμνήσεις.

Είναι ο βασικός και πρωταρχικός αμυντικός μηχανισμός που βρίσκεται κάτω από όλους τους άλλους μηχανισμούς. Μοιάζει με ξέχασμα, γιατί η λειτουργία του είναι να ωθεί μη αποδεκτά ψυχικά στοιχεία – ιδέες, φαντασίες, συναισθήματα ή ενορμήσεις – στο ασυνείδητο και ενεργητικά να τα κρατά μακριά από την ενημερότητα και επίγνωση του ατόμου. Άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί όπως η μετατροπή (στη διαταραχή μετατροπής), η μετάθεση (στις φοβίες) κτλ. μπορεί να κινητοποιηθούν σε δεύτερο επίπεδο, για να συμπληρώσουν ή να ενισχύσουν την απώθηση, που είναι όμως ο πρωταρχικός μηχανισμός των διαταραχών αυτών.

Αποτέλεσμα της απώθησης είναι και καθημερινά φαινόμενα, όπως π.χ. αργοπορία ή το ξέχασμα μιας ανεπιθύμητης συνάντησης. Η απώθηση διακρίνεται από την άρνηση που είναι ένας άλλος αμυντικός μηχανισμός, στο ότι η απώθηση μας προφυλάγει από την αναγνώριση των συναισθημάτων και σκέψεων μας, ενώ η άρνηση μας προφυλάγει από την αναγνώριση κυρίως της εξωτερικής πραγματικότητας.

Με το μηχανισμό αυτό, συναίσθημα που συνοδεύει μια σκέψη ή επιθυμία απωθείται στο ασυνείδητο. Ή μια σκέψη απομονώνεται από άλλες που προηγούνται ή που ακολουθούν.

Χαρακτηριστικά: Συχνός μηχανισμός στις ΙΔΨ καταστάσεις.

Η γνωστική απόσπαση είναι άλλη μια διανοητική άμυνα, η οποία σχετίζεται στενότερα με τις διεργασίες διάσχισης παρά με την εκλογίκευση και την ηθικοποίηση, παρόλο που η εκλογίκευση επιστρατεύεται συχνά για να τη στηρίξει.

Η λειτουργία της επιτρέπει την ύπαρξη δύο συγκρουόμενων καταστάσεων χωρίς αυτό να συνεπάγεται συνειδητή σύγχυση, ενοχή, ντροπή ή άγχος. Ενώ η μόνωση αναφέρεται σε μια ρήξη ανάμεσα στο γνωστικό και στο συναισθηματικό παράγοντα, η γνωστική απόσπαση αναφέρεται στη ρήξη ανάμεσα σε ασύμβατα γνωστικά συστήματα. Το ότι ένα άτομο χρησιμοποιεί τη γνωστική απόσπαση σημαίνει, ότι διατηρεί δύο ή περισσότερες ιδέες, στάσεις ή συμπεριφορές που από τη φύση τους και εξ ορισμού έρχονται σε σύγκρουση, χωρίς το άτομο να είναι σε θέση να αντιληφθεί αυτή την ασυμβατότητα.

Για παράδειγμα, μια δηλωμένη πεποίθηση του ατόμου στο Χρυσό Κανόνα και παράλληλα στην αρχή της Πρωτιάς. Η διακήρυξη της σπουδαιότητας της ανοικτής επικοινωνίας την ίδια στιγμή που εκφράζουμε την ισχυρή πεποίθησή μας να μη μιλάμε σε ένα συγκεκριμένο άτομο. Ή μια δηλωμένη στάση εναντίον των εθνικιστικών προκαταλήψεων, ενώ γελάμε με τα εθνικιστικά αστεία.

Στο πιο παθολογικό άκρο του συνεχούς της γνωστικής απόσπασης συναντούμε άτομα που εμφανίζονται ως μεγάλοι ανθρωπιστές στο δημόσιο χώρο, αλλά ωστόσο υπεραμύνονται της κακοποίησης των δικών τους παιδιών στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού τους. Το φαινόμενο του ιερωμένου που καταφέρεται ενάντια στην αμαρτία, ενώ παράλληλα ο ίδιος αμαρτάνει με ενθουσιασμό. Έχει αποκαλυφθεί ότι αρκετοί σταυροφόροι εναντίον της πορνογραφίας διατηρούν οι ίδιοι μια εκτεταμένη συλλογή από ερωτικά αντικείμενα.

Ένα παράπτωμα που διαπράττεται από το άτομο με συνειδητό αίσθημα ενοχής ή σε μια κατάσταση διάσχισης δεν θεωρείται ότι είναι ενδεικτικό της άμυνας της γνωστικής απόσπασης. Ο όρος ταιριάζει μόνο αν οι ασύμφωνες δραστηριότητες ή ιδέες είναι παρούσες στη συνείδηση του ατόμου. Όταν ο θεραπευτής φέρει το άτομο που χρησιμοποιεί γνωστική απόσπαση αντιμέτωπο με την ασυμβατότητα των απόψεών του, εκείνο θα εκλογικεύει διαρκώς τις αντιθέσεις.

Υπερβολική διανοητική ανάλυση μιας κατάστασης την στερεί από τη συναισθηματική φόρτιση.

Χαρακτηριστικά: Απαντάται περισσότερο στους ΙΔΨ χαρακτήρες.

Ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός στον οποίο χρησιμοποιείται η λογική σε μια προσπάθεια του ατόμου ν’ αποφύγει να έρθει αντιμέτωπο με ασυνείδητες συγκρούσεις και το άγχος που συνεπάγονται. Όταν ένα άτομο είναι προσκολλημένο συναισθηματικά με ένα θέμα, ίσως να έχει την τάση να σκέφτεται με πιο πνευματικούς τρόπους. Αυτό συχνά περιλαμβάνει κάποιον να παίρνει αποστάσεις από μια κατάσταση και να βλέπει με πιο ουδέτερο τρόπο τα πράγματα. Για παράδειγμα, ένα άτομο που απολύεται από μια δουλειά μετά από είκοσι χρόνια υπηρεσίας ίσως να σκέφτεται πιο λογικά την κατάσταση, να κατανοεί τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να επιβιώσει η επιχείρηση. Ωστόσο, αυτός ο αμυντικός μηχανισμός δεν αποτρέπει απαραίτητα το αίσθημα προδοσίας που μπορεί να νιώθει κάποιος που ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του τόσα χρόνια.

Στον μηχανισμό αυτόν χρησιμοποιούνται διάφορα διανοητικά αφηρημένα σχήματα σε μια προσπάθεια του ατόμου ν’ αποφύγει να έρθει αντιμέτωπο με ασυνείδητες συγκρούσεις και το άγχος που συνεπάγονται. Έτσι π.χ. ένας ασθενής μπορεί ν’ αναφέρεται στην «οιδιπόδεια οργή» του χωρίς να αισθάνεται και να εκφράζει κανένα συναίσθημα.

 

Διανοητικοποίηση είναι ο όρος που χαρακτηρίζει μια πιο εξελιγμένη παραλλαγή της μόνωσης του συναισθήματος από τη νόηση. Η τυπική δήλωση ενός ατόμου που χρησιμοποιεί τη μόνωση είναι ότι δεν έχει συναισθήματα, ενώ το άτομο που χρησιμοποιεί τη διανοητικοποίηση κάνει μεν λόγο για συναισθήματα αλλά με έναν τρόπο ο οποίος μοιάζει να στερείται συναισθήματος. Για παράδειγμα, το σχόλιο «Όπως είναι φυσικό, λοιπόν, έχω θυμώσει γι’αυτό», ειπωμένο με έναν ανέμελο, αποστασιοποιημένο τόνο, αποκαλύπτει ουσιαστικά ότι, παρόλο που η ιδέα της βίωσης του συναισθήματος του θυμού γίνεται θεωρητικά αποδεκτή από το άτομο, η πραγματική έκφραση αυτού του συναισθήματος συνεχίζει να εμποδίζεται.

Η διανοητικόποιηση χειρίζεται τη συνηθισμένη συναισθηματική υπερφόρτωση με τον ίδιο τρόπο που η μόνωση χειρίζεται την τραυματική υπερδιέγερση. Η ικανότητα ενός ατόμου να μπορεί να σκέπτεται λογικά σε μια συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση είναι ενδεικτική της ύπαρξης ενός ισχυρού Εγώ.

Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι έχουν κάνει ένα άλμα στην ωρίμανση της προσωπικότητάς τους όταν βλέπουν ότι κάτω από ψυχοπιεστικές συνθήκες είναι ικανοί να αντιδρούν με διανοητικοποίηση και όχι με μια παρορμητική, αντανακλαστική αντίδραση. Όταν όμως ένα άτομο φαίνεται ότι δεν έχει την ικανότητα να απομακρυνθεί από μια αμυντική, χωρίς συναίσθημα θέση, τότε οι άλλοι διαισθάνονται ότι δεν είναι ειλικρινές. Το σεξ, το αστείο, η καλλιτεχνική έκφραση και άλλες ευχάριστες μορφές παιχνιδιού των ενήλικων μπορεί να απουσιάζουν χωρίς λόγο σε ένα άτομο που έχει μάθει να εξαρτάται από τη διανοητικοποίηση για να αντιμετωπίζει τη ζωή.ΕΚΛΟΓΙΚΕΥΣΗ

Επιστρατεύουμε την εκλογίκευση είτε όταν δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε κάτι που επιθυμούσαμε και αποφασίζουμε αναδρομικά ότι τελικά δεν το επιθυμούσαμε και τόσο πολύ (μερικές φορές αυτή η διεργασία ονομάζεται «εκλογίκευση των ξινών σταφυλιών», σύμφωνα με το μύθο του Αισώπου για την αλεπού και τα σταφύλια), είτε όταν κάτι κακό έχει ήδη συμβεί και εκ των υστέρων αποφασίζουμε ότι τελικά αυτό δεν ήταν και τόσο κακό («η εκλογίκευση του γλυκού λεμονιού»).

Ένα παράδειγμα του πρώτου τύπου εκλογίκευσης είναι το συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη κατοικία, το οικονομικό κόστος της οποίας είναι πολύ υψηλό, ούτως ή άλλως είναι πολύ μεγάλη για μας. Ένα παράδειγμα του δεύτερου τύπου αποτελεί η πανανθρώπινα γνωστή εκλογίκευση εκείνων που δίνουν έμφαση στη μάθηση από ένα «πάθημα»: «Τουλάχιστον μάθαμε κάτι από αυτό».

Οι άνθρωποι σπανίως παραδέχονται ότι προβαίνουν σε μια συγκεκριμένη πράξη μόνο και μόνο επειδή τους κάνει να αισθάνονται καλά. Συνήθως, προτιμούν να επινοούν καλές δικαιολογίες για αυτές τις πράξεις. Έτσι, για παράδειγμα, ο γονιός που χτυπά το παιδί του εκλογικεύει την επιθετικότητά του προφασιζόμενος ότι το κάνει «για το καλό του». Ο θεραπευτής που αυξάνει συνεχώς το ύψος της αμοιβής του εκλογικεύει την απόφασή του λέγοντας ότι η αύξηση της πληρωμής θα κάνει καλό στην αυτοεκτίμηση του πελάτη του. Το άτομο που βρίσκεται διαρκώς σε δίαιτα εκλογικεύει τη ματαιοδοξία του χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την υγεία του.

Η διάσχιση είναι μια «φυσιολογική» αντίδραση στο τραύμα, για το οποίο δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι είναι φυσιολογικό σε εξελικτικό επίπεδο. Ο καθένας μας, βιώνοντας μια καταστροφή η οποία συνθλίβει την ικανότητά του να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, ιδιαίτερα εάν η κατάσταση αυτή συνεπάγεται αφόρητο πόνο ή τρόμο, είναι δυνατόν να αντιδράσει με διάσχιση.

Οι εξωσωματικές εμπειρίες που έχουν αναφερθεί στη διάρκεια πολέμων, θεομηνιών και σοβαρών εγχειρήσεων είναι τόσο συχνές ώστε μόνο κάποιος που είναι υπέρμετρα σκεπτικιστής θα μπορούσε να αμφισβητήσει τις μαρτυρίες για τα διασχιστικά φαινόμενα. Άτομα κάθε ηλικίας που υφίστανται αβάστακτες συμφορές είναι δυνατόν να αντιδράσουν με διάσχιση. Όσοι κατά την παιδική τους ηλικία δέχονταν κατ’εξακολούθηση αποτρόπαιη κακοποίηση μπορεί να μάθουν να αντιδρούν στο στρες κυρίως με διάσχιση. Όταν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο σε ένα ενήλικο άτομο, η διάγνωση που δίδεται είναι διασχιστική διαταραχή του χαρακτήρα ή πολλαπλή προσωπικότητα.

Το άτομο που χρησιμοποιεί τη διάσχιση αποσυνδέεται από τον πόνο, τον τρόμο, τη φρίκη αλλά και από το φόβο ότι θα πεθάνει. Όσοι είχαμε κάποτε μια εξωσωματική εμπειρία όταν διατρέχαμε τον κίνδυνο θανάτου, αλλά ακόμη και όσοι από εμάς δεν έχουμε μια τόσο δραματική βάση για ενσυναίσθηση, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί προτιμούμε να παραμένουμε έξω και όχι μέσα στο σώμα μας τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε μια επικείμενη καταστροφή. Η περιστασιακή ή ήπια διάσχιση μπορεί να διευκολύνει την πραγματοποίηση ενεργειών που χρειάζονται ψυχικό σθένος.

Τα άτομα του περιβάλλοντός τους, εξαιρουμένων εκείνων που έχουν και τα ίδια ένα τραυματικό παρελθόν, ποτέ δεν υποπτεύονται τη διάσχιση όταν δουν τον ασθενή να έχει ξαφνικά ξεχάσει ένα πολύ σημαντικό γεγονός ή να εμφανίζεται ανεξήγητα αλλαγμένος.

 

Ο μηχανισμός αυτός αναφέρεται στον αποχωρισμό οποιασδήποτε ομάδας ψυχικών ή συμπεριφορικών διεργασιών από την υπόλοιπη ψυχική δραστηριότητα του ατόμου, όπως στην αμνησία, στην ψυχογενή φυγή, στην πολλαπλή προσωπικότητα κτλ.

Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη διάσχιση ως αμυντικό μηχανισμό τείνουν να χάνουν στιγμιαία τη σύνδεση με τον κόσμο γύρω τους. Ίσως να νιώθουν αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, σαν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Η διάσχιση συχνά βοηθά τους ανθρώπους να διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις. Ίσως να ονειρεύονται με ανοιχτά μάτια και να αφήνουν το μυαλό τους να περιπλανιέται μέχρι κάποιος να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Ένας ασθενής του Φρόυντ ένιωθε αποσύνδεση από τον κόσμο γύρω του , ότι δεν ήταν κομμάτι του περιβάλλοντος και ήταν κατά κάποιο τρόπο αποκομμένος από αυτό.

Ο διαχωρισμός συμβαίνει όταν το εγώ τείνει να συμφιλιώσει πολλαπλές πτυχές ή λογικά επιχειρήματα, αλλά καταλήγει να σκέφτεται ότι ο κόσμος είναι ʺάσπρος ή μαύροςʺ .Ένα άτομο που νιώθει έτσι ίσως να αποζητά την επιβεβαίωση των ανθρώπων γύρω του, περιλαμβανομένων αντικειμένων, ανθρώπων και καταστάσεων. Οι άνθρωποι αυτοί τείνουν να βλέπουν τις καταστάσεις ως σωστές ή λάθος, χωρίς να βλέπουν την ενδιάμεση κατάσταση. Ίσως να παίρνουν τα πράγματα  στις σχέσεις τους ως ʺκαλά ή κακάʺ, να θαυμάζουν συγκεκριμένους ανθρώπους ή να απορρίπτουν όσους δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους.

H πίστη ότι κάποιος είναι μόνο καλός ή μόνο κακός γιατί δεν αντέχουμε την αμφιθυμία δηλαδή ότι κάποιος που είναι καλός μπορεί να κάνει και κακά πράγματα και το αντίθετο.

ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ

Πρόκειται για μια αμυντική διεργασία ενός ατόμου του οποίου το Εγώ έχει αναπτύξει μια αίσθηση ολότητας και στη συνέχεια διχοτομείται υπό ψυχοπιεστικές συνθήκες.

Εύκολα συναντά κανείς σε δίχρονα παιδιά την ανάγκη να οργανώνουν τις αντιλήψεις τους αποδίδοντας καλές και κακές ιδιότητες σε οτιδήποτε γύρω τους. Αυτή η τάση, μαζί με την αίσθηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο μεγάλο και στο μικρό (ενήλικος και παιδί), είναι ένας από τους πρωτόγονους τρόπους με τους οποίους τα μικρά παιδιά οργανώνουν την εμπειρία τους.

Το βρέφος έχει την εμπειρία είτε μιας θετικής είτε μιας αρνητικής κατάστασης του Εγώ προς ένα αντικείμενο που υπάρχει στον κόσμο του πριν ακόμα αναπτυχθεί η αμφιθυμία του.

Σε κλινικό επίπεδο η διχοτόμηση συντελείται όταν ένας ασθενής εκφράζει μια μη αμφιθυμική στάση και θεωρεί ότι η αντίθετή της, με την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι θα βίωναν μια κατάσταση αμφιθυμίας, δεν συνδέεται κατά κανέναν τρόπο με την πρώτη.

Για παράδειγμα, μια γυναίκα με μεταιχμιακή οργάνωση της προσωπικότητας βιώνει το θεραπευτή της ως απόλυτα καλό, ενώ αντίθετα η γνώμη της για όλους τους άλλους επαγγελματίες του κλάδου είναι ότι πρόκειται για αδιάφορους, εχθρικούς και ηλίθιους γραφειοκράτες.

Εάν το άτομο που χρησιμοποιεί τη διχοτόμηση έρθει αντιμέτωπο με την ασυνέπεια των ισχυρισμών του, δεν πρόκειται να του φανεί εντυπωσιακό ή αξιοσημείωτο ότι κάποιος, που έδειχνε να είναι τόσο καλός, έχει γίνει ξαφνικά τόσο κακός.

Όταν προβαίνουμε σε μία συμπεριφορά που ικανοποιεί συναισθήματα ή επιθυμίες, ακόμα κι αν αυτή δεν είναι επιτρεπτή, αντί να τα σκεφτούμε και να τα εκφράσουμε με άλλον τρόπο.

 

Με την εκδραμάτιση το ασυνείδητα αγχωμένο άτομο μετατρέπει την παθητική συμπεριφορά σε ενεργητική, μετασχηματίζοντας την αίσθηση της ανημπόριας και ευαλωτότητας σε μια εμπειρία δύναμης και ισχύος, ανεξάρτητα από το πόσο αρνητικό είναι το δράμα που παίζεται.

Η ουσία της εκδραμάτισης δεν είναι η καλή ή η κακή φύση των πράξεων του ατόμου, αλλά η ασυνείδητη και τρομακτική φύση των παρορμήσεων που προτρέπουν το άτομο σε δράση, καθώς και ο αυτόματος ψυχαναγκαστικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εκδραματιζόμενη συμπεριφορά.

Υπάρχουν αρκετές υποκατηγορίες, με ασυνείδητα συνήθως κίνητρα, οι οποίες εμπίπτουν στη γενική κατηγορία της εκδραμάτισης. Αυτές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την επιδειξιομανία, την ηδονοβλεψία, το σαδισμό, το μαζοχισμό, τη διαστροφή και όλους τους όρους που έχουν ως πρώτο συνθετικό το «αντί», όπως: αντιφοβία, αντιεξάρτηση, αντιεχθρικότητα και ούτω καθεξής. Δεν θεωρείται ότι όλες αυτές οι διεργασίες είναι εγγενώς αρνητικές ή αμυντικές. Οι άνθρωποι υποτίθεται ότι έχουν φυσιολογικές, για παράδειγμα, ηδονοβλεπτικές και επιδεικτικές ανάγκες, τις οποίες εκτονώνουν συνήθως με το να κοιτάζουν και να γίνονται αντικείμενο θέασης, τρόποι οι οποίοι θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτοί. Οι μαζοχιστικές και οι σαδιστικές επιθυμίες γίνονται επίσης αντιληπτές ως φυσιολογικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, οι οποίες βρίσκουν θετική έκφραση σε δραστηριότητες προσωπικής θυσίας ή κυριαρχίας, αντίστοιχα.

Τα άτομα που στηρίζονται στην εκδραμάτιση για να αντιμετωπίσουν τα ψυχολογικά τους διλήμματα εμπίπτουν στην κατηγορία της παρορμητικής προσωπικότητας. Η ψυχοθεραπευτική εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό που μπορεί να φαίνεται ως τυχαία, απλή παρορμητικότητα, είναι συχνά μια συμπεριφορά που κατευθύνεται από ασυνείδητα και πολύπλοκα κίνητρα, μια συμπεριφορά που κάθε άλλο παρά αθώα και τυχαία εκφράζεται.

Τα άτομα με υστερική οργάνωση της προσωπικότητας είναι γνωστά για την εκδραμάτιση ασυνείδητων σεξουαλικών σεναρίων. Τα εξαρτημένα άτομα κάθε είδους εκδραματίζουν κατ’επανάληψη τη σχέση με την υποκατάστατη ουσία που προτιμούν (σε αυτές τις περιπτώσεις, φυσικά, η χημική εξάρτηση μπορεί να περιπλέξει αυτό που ήταν ήδη ψυχολογική εξάρτηση). Οι ψυχαναγκαστικοί εξ ορισμού εκδραματίζουν όταν υποκύπτουν στην εσωτερική πίεση να προβούν στις ιδιαίτερες ψυχαναγκαστικές πράξεις τους. Οι κοινωνιοπαθείς, τέλος, μπορεί να εκδραματίζουν ένα πολύπλοκο πρότυπο χειρισμού άλλων ατόμων. Συνεπώς, η εκδραμάτιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικίλες και διαφορετικές κλινικές περιπτώσεις.

Με το μηχανισμό αυτό κίνητρα ορισμένης συμπεριφοράς απωθούνται στο ασυνείδητο ως απαράδεκτα και η συμπεριφορά αυτή εξηγείται συνειδητά με άλλα κίνητρα.

Χαρακτηριστικά: Διατηρεί αυτοσεβασμό. Μεγάλη επιμονή δυνατό να είναι ένδειξη.

Η εκλογίκευση συμβαίνει όταν ένα άτομο προσπαθεί να εξηγήσει ή να βρει δικαιολογίες για κάθε γεγονός ή πράξη με λογικούς όρους. Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγει να αποδεχτεί την αληθινή αιτία ή το λόγο που οδήγησε στην κατάσταση.

Παραδείγματα εκλογίκευσης περιλαμβάνουν ένα κλέφτη που κατηγορεί την υψηλή τιμή των γλυκών και έτσι κλέβει μια σοκολάτα , ενώ στην πραγματικότητα απολαμβάνει να κλέβει. Αν ένα άτομο αποτύχει τις εξετάσεις, ίσως να αποδίδει την αποτυχία στην έλλειψη χρόνου.

Η ενδοβολή συμβαίνει όταν ένα άτομο λαμβάνει τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και τα προσαρμόζει στις δικές του ιδέες. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την εσωτερίκευση της κριτικής ενός άλλου ατόμου και την πίστη ότι όλα όσα υποστηρίζει ο άλλος είναι σωστά. Ένα άτομο μπορεί να ενδοπροβάλλει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που έχει ακούσει στην εκκλησία ή τις πολιτικές απόψεις που υποστηρίζουν οι φίλοι του. Επίσης μπορούν να εδοπροβάλλονται και οι συμπεριφορές, οι τρόποι με τους οποίους συμπεριφέρεται ένας πατέρας ίσως να τους παρατηρεί στο γιο του.

Η εξιδανίκευση σημαίνει ότι δημιουργείται μια ιδανική εντύπωση για ένα άτομο, ένα μέρος ή ένα αντικείμενο δίνοντας έμφαση στα θετικά χαρακτηριστικά και παραμελώντας τα αρνητικά. Η εξιδανίκευση προσαρμόζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας και μπορεί να μας οδηγήσει σε αλλαγές για να υποστηρίξουμε τις ιδανικές εντυπώσεις μας. Οι άνθρωποι συχνά εξιδανικεύουν τις διακοπές ή τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, χαρακτηρίζοντας αυτές τις στιγμές ως τις ʺπιο ευτυχισμένες ʺ, αλλά αποτυγχάνουν να δουν τα αρνητικά κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων. Συχνά εξιδανικεύουμε τους ανθρώπους που θαυμάζουμε, τους συγγενείς, τους συντρόφους και τους φίλους και βρίσκουμε δικαιολογίες για τις αποτυχίες τους και ενισχύουμε τα θετικά τους στοιχεία.

ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ (ΚΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ)

Η επιθυμία των μικρών παιδιών, να πιστεύουν ότι τα άτομα που κυβερνούν τον κόσμο είναι από τη φύση τους πιο σοφά και πιο ισχυρά από τους συνηθισμένους ανθρώπους που πέφτουν σε σφάλματα, επιβιώνει στους περισσότερους από εμάς και σε μεγαλύτερη ηλικία.

Όλοι μας εξιδανικεύουμε. Κουβαλούμε υπολείμματα της ανάγκης μας να αποδώσουμε ιδιαίτερη αξία και δύναμη σε άτομα από τα οποία εξαρτιόμαστε συναισθηματικά. Η φυσιολογική εξιδανίκευση είναι ένα ουσιαστικό μέρος της ώριμης αγάπης. Επιπλέον, η τάση μας, που αναπτύσσεται στην πορεία του χρόνου, για απόρριψη ή υποτίμηση των ανθρώπων με τους οποίους είχαμε συναισθηματική σχέση ως παιδιά φαίνεται ότι αποτελεί ένα φυσιολογικό και σημαντικό βήμα της διεργασίας αποχωρισμού-εξατομίκευσης. Κανένας δεκαοκτάχρονος που εγκαταλείπει με τη θέλησή του το σπίτι του δεν αισθάνεται ότι το μέρος που αφήνει είναι καλύτερο από το μέρος στο οποίο σκοπεύει να πάει.

Σε μερικά άτομα όμως η ανάγκη της εξιδανίκευσης φαίνεται ότι δεν διαφοροποιείται και πολύ από τη μορφή που είχε στη βρεφική τους ηλικία. Μέσω της ψυχολογικής συγχώνευσης με αυτό το υπέροχο Άλλο θα είναι ασφαλείς. Επιπλέον, ελπίζουν να απαλλαγούν από τη ντροπή. Απόρροια της εξιδανίκευσης και της πεποίθησης για την τελειότητα του άλλου είναι ότι το άτομο δεν ανέχεται τις δικές του ατέλειες.

Η λαχτάρα του βρέφους για την παντοδύναμη τροφό του συνήθως εμφανίζεται και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων. Με πιο προβληματικό τρόπο συναντάται στην επιμονή ενός ατόμου ότι ο ερωτικός του σύντροφος είναι τέλειος, ή στην πεποίθησή του ότι ο προσωπικός του γκουρού είναι αλάθητος, ότι το σχολείο του είναι το καλύτερο, ότι το γούστο του είναι ακαταμάχητο, ότι η κυβέρνηση της χώρας του δεν είναι δυνατόν να κάνει σφάλματα, καθώς και σε άλλες συναφείς αυταπάτες.

Σε γενικές γραμμές, όσο πιο εξαρτημένο είναι ή αισθάνεται ότι είναι ένα άτομο, τόσο πιο ισχυρός είναι ο πειρασμός της εξιδανίκευσης των άλλων.

Όταν ένα άτομο φαίνεται να ζει τη ζωή του κατατάσσοντας τις πτυχές κάθε βιώματός του σύμφωνα το πόσο πολύ αξίζουν σε σύγκριση με άλλες, και δείχνει να κινητοποιείται από την αναζήτηση της τελειότητας μέσω της συγχώνευσης με εξιδανικευμένα αντικείμενα και προσπαθειών τελειοποίησης του εαυτού του, τότε το άτομο αυτό θεωρείται ναρκισσιστικό.

Η ανάγκη των ατόμων αυτών για σταθερή επιβεβαίωση της ελκυστικότητας τους, της ισχύος, της φήμης και της σημασίας που έχουν για τους άλλους (δηλαδή της τελειότητάς τους) προκύπτει από την κατάσταση της εξάρτησής τους από αυτή την άμυνα, αφού οι προσπάθειές τους για απόκτηση αυτοεκτίμησης επηρεάζονται από την ιδέα ότι για να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του θα πρέπει να τον τελειοποιήσει και όχι να τον αποδεχτεί όπως είναι.

Όσο περισσότερο εξιδανικεύεται ένα άτομο / αντικείμενο, τόσο πιο ραγδαία θα είναι η υποτίμηση η οποία τελικά θα του συμβεί.

Στις θεραπευτικές σχέσεις με τους ναρκισσιστικούς ασθενείς εμφανίζεται ξαφνικά ρήξη όταν ο ασθενής αποδεσμεύεται από τη γοητεία που ασκεί ο θεραπευτής του.

Στην καθημερινή ζωή διαπιστώνουμε τέτοιες αναλογίες στο μίσος και στην οργή που στρέφονται ενάντια σε όσους φαίνονται να υπόσχονται πολλά και στη συνέχεια απέτυχαν να εκπληρώσουν τις προσδοκίες των γύρω τους. Ο άνδρας που πιστεύει ότι ο ογκολόγος της συζύγου του ήταν ο μόνος ειδικός που μπορούσε να τη θεραπεύσει είναι πολύ πιθανό σε περίπτωση θανάτου της να μηνύσει το γιατρό, επειδή από την εξιδανίκευση οδηγείται στο άλλο άκρο, την υποτίμηση. Μερικοί άνθρωποι ζουν όλη τη ζωή τους δημιουργώντας συναισθηματικές σχέσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενους κύκλους εξιδανίκευσης και απογοήτευσης. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν εγκαταλείπουν το σύντροφό τους για έναν άλλο κάθε φορά που αποδεικνύεται ότι ο προηγούμενος είναι ένα συνηθισμένο ανθρώπινο πλάσμα. Η τροποποίηση της πρωτόγονης εξιδανίκευσης είναι ένας προφανής στόχος της μακροχρόνιας ψυχαναλυτικής θεραπείας για όλους τους τύπους ασθενών, το συγκεκριμένο εγχείρημα όμως έχει ιδιαίτερη σημασία στην εργασία με ναρκισσιστικούς ασθενείς, λόγω του βαθμού της δυστυχίας που αισθάνονται οι ίδιοι και όσοι προσπαθούν να τους αγαπήσουν.

Όλοι μας δεσμευόμαστε σε ευσεβείς πόθους στην προσπάθεια να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε την ανεπιθύμητη πραγματικότητα. Ένας ποδοσφαιρόφιλος  εύχεται η ομάδα του να μπορούσε να κάνει ένα θαύμα και να κερδίσει όλα τα μελλοντικά παιχνίδια. Τέτοιοι ευσεβείς πόθοι μας κάνουν να αποφεύγουμε την απογοήτευση και τη θλίψη.

Η ηθικοποίηση συνδέεται στενά με την εκλογίκευση. Στην εκλογίκευση το άτομο αναζητά σε ασυνείδητο επίπεδο λογικές αιτίες για τις πράξεις του. Στην ηθικοποίηση αναζητά τρόπους προκειμένου να αισθανθεί ότι έχει καθήκον να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη πορεία. Η εκλογίκευση προσφέρει λογικές αιτίες σε αυτό που το άτομο ήδη επιθυμεί. Η ηθικοποίηση τοποθετεί την επιθυμία στη σφαίρα της ηθικής υποχρέωσης. Στην εκλογίκευση το άτομο θα μιλήσει για τη «μαθησιακή εμπειρία» την οποία αποκόμισε από κάποια απογοήτευση που βίωσε, ενώ στην ηθικοποίηση θα επιμείνει ότι η απογοήτευση «χαλύβδωσε το χαρακτήρα» του.

Μέσω της ηθικοποίησης το άτομο φτάνει στην αυτοδικαίωση σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές περιστάσεις οι ηγέτες που εκμεταλλεύονται την επιθυμία των ψηφοφόρων τους να αισθάνονται ηθικά ανώτεροι μπορούν να επιφέρουν μαζική ηθικοποίηση, και μάλιστα τόσο εύκολα ώστε το κοινό τους ούτε καν να το αντιληφθεί. Η πεποίθηση των αποικιοκρατών ότι μετέδιδαν έναν ανώτερο πολιτισμό στους ανθρώπους που λεηλατούσαν αποτελεί ένα καλό παράδειγμα ηθικοποίησης. Ο Χίτλερ μπορούσε να ικανοποιεί τις δολοφονικές φαντασιώσεις του πείθοντας έναν εκπληκτικό αριθμό οπαδών του ότι η εξάλειψη των Εβραίων, των ομοφυλόφιλων και των Τσιγγάνων ήταν απαραίτητη για την ηθική και πνευματική βελτίωση της ανθρώπινης φυλής. Η ισπανική Ιερά Εξέταση ήταν άλλη μία κοινωνική οργάνωση που χρησιμοποίησε την ηθικοποίηση της επιθετικότητας, της απληστίας και της επιθυμίας για παντοδυναμία.

Σε καθημερινό επίπεδο, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε συναντήσει κάποιον που βασίζει τη σκληρή κριτική προς έναν υφιστάμενό του στην άποψη ότι είναι καθήκον τού επόπτη να είναι ειλικρινής με τα παραπτώματα του εργαζόμενου.

Η ηθικοποίηση μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως μια εξελικτικά προηγμένη εκδοχή της διχοτόμησης. Να είναι ένα φυσιολογικό μεταγενέστερο στάδιο της πρωτόγονης διάκρισης καλού-κακού. Ενώ η διχοτόμηση συντελείται φυσιολογικά σε ένα παιδί προτού επιτευχθεί η δημιουργία ενός σύνθετου εαυτού που έχει την ικανότητα να βιώνει αμφιθυμία, η ηθικοποίηση αντιμετωπίζει τα ανάμικτα συναισθήματα καταφεύγοντας σε κάποια ηθική αρχή. Από την ηθικοποίηση μπορεί κανείς να συμπεράνει τη λειτουργία ενός Υπερεγώ το οποίο είναι συνήθως αυστηρό και τιμωριτικό.

Η ηθικοποίηση συνιστά μια κεντρικής σημασίας άμυνα σε άτομα με οργάνωση του χαρακτήρα που οι αναλυτές αποκαλούν ηθικό μαζοχισμό. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι και ορισμένοι ιδεοψυχαναγκαστικοί ασθενείς καταφεύγουν σε αυτή την άμυνα.

Ο θεραπευτής μπορεί να διαπιστώσει ότι όποτε προχωρά σε κατά πρόσωπο αντιμετώπιση των αυτοϋποτιμητικών στάσεων ή συμπεριφορών αυτών των ασθενών, θεωρείται ανήθικος, επειδή οι αξίες του δεν συμφωνούν με τις δικές τους.

Η ηθικοποίηση επομένως ως αμυντική διεργασία φανερώνει ότι, ακόμα και αν μια δεδομένη άμυνα μπορεί να θεωρηθεί ένας «ώριμος» μηχανισμός, είναι δυνατόν να αποδεχτεί εκνευριστικά απροσπέλαστη στη θεραπευτική επίδραση. Η εργασία με κάποιον ασθενή που βρίσκεται στο νευρωτικό φάσμα, του οποίου ο χαρακτήρας καθορίζεται από τη χρόνια, ανελαστική χρήση μιας συγκεκριμένης αμυντικής στρατηγικής, μπορεί να είναι τόσο κοπιώδης όσο και η εργασία με ολοφάνερα ψυχωτικούς ασθενείς.

Η ιδιοτέλεια προκύπτει από την ανάγκη μας να προστατεύσουμε το εγώ μας από την αυτοκριτική και να αμυνθούμε στα παράπονα των άλλων. Δείχνουμε ιδιοτέλεια όταν περηφανευόμαστε για τη σημασία των επιτευγμάτων μας, αφού επιτύχουμε στις εξετάσεις, τονίζουμε τη σημασία αυτών των εξετάσεων και λαμβάνουμε την επιβράβευση χωρίς να δίνουμε έμφαση στο ρόλο που έπαιξαν οι άλλοι σε αυτή την επιτυχία. Ομοίως, όταν αντιμετωπίζουμε πιθανή κριτική ίσως να εκτρέπουμε την ευθύνη, αποδίδοντας την ευθύνη της αποτυχίας σε όλους τους άλλους εκτός από εμάς. Αν και πολλοί χρησιμοποιούμε αυτό τον μηχανισμό είναι μια αναποτελεσματική μέθοδος καθώς διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα και η ικανότητα για εκλογίκευση και αντιμετώπιση των καταστάσεων.

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους αμυντικούς μηχανισμούς, η καταστολή των σκέψεων και των συναισθημάτων είναι κάτι που συμβαίνει συνειδητά και ίσως να έχουμε την επίγνωση ότι προσπαθούμε να καταστείλουμε τις ανησυχίες μας. Η καταστολή περιλαμβάνει την προσπάθεια να μην σκεφτόμαστε αναμνήσεις ή συναισθήματα, ένα άτομο ίσως να προσπαθεί να σκεφτεί κάτι άλλο όταν κάποιες ανεπιθύμητες σκέψεις αναστατώνουν το μυαλό του και ίσως να ασχολείται με άσχετα πράγματα για να αποσπάσει την προσοχή του. Ένα άτομο ίσως να καταστέλλει συναισθήματα αγάπης ή αντιπάθειας προς κάποιον άλλο, αλλά να συμπεριφέρεται φυσιολογικά μπροστά του.

Όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι είναι θύματα αδικίας, ίσως να αμύνεται το εγώ τους και να συγκρίνουν τον εαυτό τους με αυτούς που είναι σε χειρότερη κατάσταση. Επίσης με παρόμοιο τρόπο, ίσως να βλέπουμε ομοιότητες ανάμεσα σε εμάς και σε άλλους σε καλύτερη κατάσταση ώστε να βελτιώνουμε την εικόνα του εαυτού μας. Για παράδειγμα, ένας άνδρας που έχει σπάσει το πόδι του και είναι σε αναπηρικό καρότσι ίσως να συγκρίνει τον εαυτό του με ένα άτομο που έχει διαγνωστεί με μια πιο σοβαρή ιατρική κατάσταση για να νιώθει λιγότερη αναστάτωση. Ένα άλλο άτομο ίσως να αποζητά την αναγνώριση από ένα άτομο που ανήκει σε μια υψηλότερη κοινωνική τάξη, όπως όταν τρώει σε ένα εστιατόριο που τρώνε οι διάσημοι.

Με το μηχανισμό αυτό η συμπεριφορά του ατόμου έχει σκοπό να ανατρέψει κάποια πράξη ή επιθυμία η οποία είναι στο ασυνείδητο και δεν είναι αποδεκτή.

Χαρακτηριστικά: Συχνός μηχανισμός στις ΙΔΨ νευρώσεις.

Όταν αντιδράμε σε μια ιδέα ή παρόρμηση και μετά μετανιώνουμε, ίσως να υιοθετούμε έναν αμυντικό μηχανισμό  για να ακυρώσουμε ότι κάναμε και να προστατεύσουμε το εγώ μας από τα συναισθήματα των ενοχών και της ντροπής. Ένα άτομο ίσως σκόπιμα να σπρώχνει κάποιον σε ένα κατάστημα, αλλά μετά να συνειδητοποίησε ότι είχε κάποιο πρόβλημα, να νιώθε ενοχές αλλά να μην μπορεί να κάνει κάτι για να επανορθώσει. Ίσως να προσπαθεί να ακυρώσει την πράξη του ζητώντας συγγνώμη ή προσφέροντας βοήθεια.

Ο όρος μετάθεση αναφέρεται στην αλλαγή της κατεύθυνσης μιας ορμής, ενός συναισθήματος, μιας έγνοιας ή μιας συμπεριφοράς από το αρχικό ή φυσικό της αντικείμενο σε κάποιο άλλο, επειδή η αρχική κατεύθυνση προκαλεί για κάποιο λόγο άγχος.

Η κλασική γελοιογραφία του ανθρώπου που επιπλήττεται από το αφεντικό του, στη συνέχεια πάει σπίτι του και τα βάζει με τη γυναίκα του, έπειτα, για να ξεσπάσει, κατσαδιάζει τα παιδιά του και μετά κλοτσάει το σκύλο, είναι μια μελέτη πάνω στη μετάθεση. Η «τριγωνοποίηση», ένας όρος που αποτελεί το θεμέλιο λίθο της οικογενειακής θεραπείας, είναι ένα φαινόμενο μετάθεσης. Όταν ο ένας σύντροφος δεν είναι πιστός ο άλλος μεταθέτει το μεγαλύτερο μέρος του μίσους του όχι στον άπιστο, αλλά στο τρίτο «πρόσωπο», άνδρα ή γυναίκα.

Και ο σεξουαλικός πόθος μπορεί επίσης να μετατεθεί. Με αυτό τον τρόπο τα σεξουαλικά φετίχ μπορούν να γίνουν κατανοητά ως επαναπροσανατολισμός του ερωτικού ενδιαφέροντος από τα ανθρώπινα γεννητικά όργανα σε κάποια σχετική σε ασυνείδητο επίπεδο περιοχή, όπως είναι τα πόδια ή τα παπούτσια. Εάν οι περιστάσεις της ζωής ενός άνδρα τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι γυναικείος κόλπος είναι μια επικίνδυνη περιοχή, κάποιο άλλο αντικείμενο το οποίο σχετίζεται με τη γυναίκα μπορεί να υποκαταστήσει το πρώτο.

Ακόμη και το άγχος μπορεί να μετατεθεί. Κάποιος διάσημος ασθενής του Freud , είχε υποβληθεί σε θεραπεία για να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει την παθολογική ενασχόληση με τη μύτη του, ενασχόληση η οποία αργότερα έγινε κατανοητή ως μετάθεση των φοβικών φαντασιώσεων ακρωτηριασμού του πέους του.

Όταν ένα άτομο μεταθέτει το άγχος του από μια περιοχή σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο το οποίο συμβολίζει το τρομακτικό φαινόμενο (για παράδειγμα, ο φόβος για τις αράχνες, η ασυνείδητη σημασία του οποίου είναι ο φόβος εγκόλπωσης από τη μητέρα, ή ο τρόμος για τα μαχαίρια, που σε ασυνείδητο επίπεδο ισοδυναμεί με τη φαλλική διείσδυση), τότε θεωρείται ότι έχει φοβία. Το άτομο που κάνει τέτοιου είδους μεταθέσεις σε πολλούς τομείς της ζωής του μπορεί να χαρακτηριστεί φοβικό.

Ορισμένες κοινωνικές τάσεις, όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο ετεροσεξισμός και η γενική απόδοση των κοινωνικών προβλημάτων σε μικρές ομάδες μειονοτήτων, που έχουν μικρή δύναμη αντίστασης, εμπεριέχουν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της μετάθεσης. Το ίδιο συμβαίνει και με την τάση ανεύρεσης ενός αποδιοπομπαίου τράγου, την οποία συναντάμε στις περισσότερες κοινωνικές ομάδες.

Ήπιες μορφές μετάθεσης περιλαμβάνουν τη μετατροπή της επιθετικής ενέργειας σε δημιουργική (πολλές οικιακές εργασίες γίνονται όταν οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι για κάτι) και την αλλαγή της κατεύθυνσης των ερωτικών παρορμήσεων από αντικείμενα που είναι αδύνατον να αποκτηθούν ή είναι απαγορευμένα προς έναν κατάλληλο σύντροφο.

 

Η μετάθεση συμβαίνει όταν ένα άτομο καταπιέζει την αγάπη, το φόβο ή την έλξη που νιώθει για ένα άλλο άτομο. Η αποδοχή ότι δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό να εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας , τα εμποδίζει να μετατραπούν σε πράξεις. Ωστόσο, τα συναισθήματα μετατοπίζονται  προς ένα άτομο ή ζώο που είναι αποδεκτά.

Ένας μαθητής που δεν συμπαθεί το δάσκαλό του επειδή του έβαλε χαμηλούς βαθμούς ίσως να νιώθει ότι θα τιμωρηθεί αν εκφράσει τη δυσαρέσκειά του. Ίσως ασυνείδητα να μεταθέτει την αντιπάθεια προς το φίλο του, βρίσκοντας δικαιολογίες για την άσχημη συμπεριφορά τους.

Ο Φρόυντ είχε ένα μικρό ασθενή για τον οποίο πίστευε ότι είχε μετατρέψει το φόβο για τον πατέρα του σε φόβο για τα άλογα, καθώς οι παρωπίδες του θύμιζαν τον πατέρα του. Αντί να συμπεριφερθεί άσχημα στον πατέρα του, ένιωθε άγχος στην παρουσία των αλόγων και τα απέφευγε.

Συναισθήματα ή παρορμήσεις μεταφέρονται από το αρχικό αντικείμενο (πρόσωπο αντικείμενο ή κατάσταση) σε ένα υποκατάστατο.

Χαρακτηριστικά: Η μετατόπιση είναι ένας βασικός μηχανισμός στις φοβίες. Το αντικείμενο αποκτά ψυχολογική σημασία.

 Η μετατροπή είναι ένας αμυντικός μηχανισμός όπου η ανησυχία που προκαλείται από καταπιεσμένες επιθυμίες και συναισθήματα μετατρέπεται σε σωματικά συμπτώματα όπως ο βήχας ή το αίσθημα παράλυσης. Ο Φρόυντ παρατήρησε αυτές τις σωματικές εκδηλώσεις της ανησυχίας σε ασθενείς του, που παραπονιόντουσαν για το βήχα, ότι έχαναν τη φωνή τους και ένιωθαν συμπτώματα σκωληκοειδίτιδας.

Ενέργεια παρορμήσεων επιθετικών ή σεξουαλικών μετατρέπεται σε ενέργεια υπό τον έλεγχο του εγώ με ταυτόχρονη αλλαγή στο αντικείμενο των παρορμήσεων από μη αποδεκτό σε κοινωνικά αποδεκτό.

 

ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ

Μετουσίωση ονόμασε αρχικά ο Freud την έκφραση των παρορμήσεων βιολογικής προέλευσης (οι οποίες, σύμφωνα με αυτόν, περιλάμβαναν τις ορμές του ατόμου να θηλάζει, να δαγκώνει, να λερώνει, να μάχεται, να συνουσιάζεται, να κοιτάζει τους άλλους και να θεάται από αυτούς, να επιφέρει τραυματισμούς, να προκαλεί πόνο, να προστατεύει τα μικρά του κλπ.) με έναν τρόπο που ήταν κοινωνικά αποδεκτός. Για παράδειγμα, ο Freud θα έλεγε ότι ένας οδοντίατρος μετουσιώνει το σαδισμό του, ένας καλλιτέχνης που δίνει παράσταση μετουσιώνει την επιδειξιομανία του, ένας δικηγόρος μετουσιώνει την επιθυμία του να δολοφονήσει τους εχθρούς του. Οι ενστικτώδεις τάσεις μας, σύμφωνα με τον Freud , επηρεάζονται από τα γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας. Συγκεκριμένες ορμές και συγκρούσεις προσλαμβάνουν μια ιδιαίτερη σημασία και είναι δυνατόν να κατευθύνονται δημιουργικά προς άλλες χρήσιμες δραστηριότητες.

Ως άμυνα η μετουσίωση θεωρήθηκε ο υγιέστερος τρόπος επίλυσης των ψυχολογικών δυσχερειών, και αυτό για δύο λόγους: πρώτον, ενθάρρυνε μια συμπεριφορά που ήταν ευεργετική για το ανθρώπινο είδος και, δεύτερον, εκτόνωνε τη σχετική παρόρμηση, αντί να σπαταλά μεγάλο μέρος συναισθηματικής ενέργειας είτε για να μετασχηματίσει την παρόρμηση σε κάτι διαφορετικό (όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στην άρνηση και την απώθηση). Μια τέτοια εκτόνωση ενέργειας θεωρήθηκε εγγενώς εποικοδομητική, εφόσον διατηρούσε τον ανθρώπινο οργανισμό σε ομοιοστατική ισορροπία.

Σήμερα, η μετουσίωση παραμένει μια έννοια την οποία συναντάμε στις περιπτώσεις όπου ένας συγγραφέας αναφέρεται στην ανακάλυψη ενός δημιουργικού τρόπου έκφρασης δυσάρεστων παρορμήσεων και συγκρούσεων. Σε αντίθεση με τη συνήθη παρανόηση ότι ο στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να απαλλάξει το άτομο από τις βρεφικές τάσεις του, η ψυχαναλυτική θέση για την υγεία και την ανάπτυξη περιλαμβάνει την υπόθεση ότι τα βρεφικά τμήματα της φύσης μας παραμένουν ζωντανά καθ’όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Δεν έχουμε την επιλογή να απαλλαγούμε από αυτά. Το μόνο που είμαστε σε θέση να κάνουμε είναι να τα χειριζόμαστε με καλύτερους ή χειρότερους τρόπους.

 

Χαρακτηριστικά: Απαιτείται ορισμένη ανάπτυξη και ωριμότητα. Προσφέρει ικανοποίηση των παρορμήσεων.

Η μετουσίωση είναι ένας πιο προσαρμοστικός αμυντικός μηχανισμός που μπορεί να μετατρέψει το αρνητικό στρες σε θετική ενέργεια. Αποτελεί έναν ώριμο αμυντικό μηχανισμό, που μας βοηθά να διαχειριστούμε τις ανησυχίες μας.

Όταν η ενέργεια έρχεται στην επιφάνεια με τη μορφή των παρορμήσεων της ψυχής, αυτές οι επιθυμίες απενεργοποιούνται από το εγώ, και το υπερεγώ ίσως να δημιουργεί ενοχές για αυτά τα μη αποδεκτά συναισθήματα. Αυτές οι παρορμήσεις μπορεί να καταστέλλονται, όμως η ενέργεια από πίσω τους παραμένει. Αντί να μετατραπεί αυτή η ενέργεια σε κοινωνικά απαράδεκτη συμπεριφορά, το άτομο χρησιμοποιεί την ανακατεύθυνση του κινήτρου σε πιο αποδεκτές, παραγωγικές και ενθαρρυντικές πράξεις.

Ο Φρόυντ πίστευε ότι οι καλλιτέχνες ανακατευθύνουν  αυτή τη δημιουργική ενέργεια στη δουλειά τους. Οι αθλητές ίσως επίσης να χρησιμοποιούν την μετουσίωση για να συγκεντρώνουν την ενέργειά τους σε παραγωγικές δραστηριότητες όπως η προπόνηση.

Ο αμυντικός μηχανισμός της μόνωσης μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο να απομονώσει τις ιδέες ή τα συναισθήματά του από τις υπόλοιπες σκέψεις του. Για να διαχωριστεί ένα συναίσθημα από άλλα με αυτό τον τρόπο, το άτομο προσπαθεί να προστατεύσει το εγώ του από την ανησυχία που του προκαλούν συγκεκριμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, ένα άτομο με μια δουλειά με έντονο στρες ίσως να χρησιμοποιεί την απομόνωση για να διαχωρίσει την δουλειά του από την οικογενειακή ζωή, και να αποφεύγει το στρες που επηρεάζει τις σχέσεις.

ΜΟΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

Μια από τις στρατηγικές που έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για την αντιμετώπιση των αγχογόνων και άλλων οδυνηρών καταστάσεων, είναι η μόνωση του συναισθήματος από το γνωστικό περιεχόμενο μιας κατάστασης.

Η μόνωση του συναισθήματος ως άμυνα έχει μεγάλη αξία: οι χειρουργοί δεν θα ήταν σε θέση να εργάζονται αποδοτικά εάν διαρκώς τους απασχολούσε η αγωνία των ασθενών τους, η προσωπική τους αποστροφή, η δυσφορία ή ο σαδισμός τους την ώρα που χειρουργούν κάποιον ασθενή. Ούτε οι στρατηγοί θα ήταν σε θέση να σχεδιάζουν μια μάχη εάν τους απασχολούσε διαρκώς η φρίκη του πολέμου. Ούτε όμως και οι αστυνομικοί θα μπορούσαν να διερευνήσουν βίαια εγκλήματα χωρίς να καταρρακώνονται ψυχικά.

Οι θεραπευτές που εργάστηκαν με επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος αναφέρουν ότι έμειναν άναυδοι από τον ξύλινο λόγο που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι άνθρωποι όταν περιέγραφαν τις φρικαλεότητες που είχαν υποστεί και οι οποίες ξεπερνούσαν κάθε φαντασία.

Η άμυνα αυτή βρίσκεται ένα βαθμό πιο πάνω από τη διάσχιση: η οδυνηρή εμπειρία δεν εξαλείφεται εξ ολοκλήρου από τη συνείδηση, αποκόπτεται όμως το συναισθηματικό της νόημα.

Η μόνωση μπορεί επίσης να γίνει μια κεντρική άμυνα του ατόμου ακόμη και χωρίς προηγούμενα τραυματικά γεγονότα, μέσω κάποιας συγκεκριμένης ανατροφής που δέχεται το παιδί σε συνδυασμό με την ιδιοσυγκρασία του. Αυτοί οι άνθρωποι μερικές φορές θεωρούν την κατάστασή τους πλεονέκτημα και εξιδανικεύουν την αποκλειστική έκφραση λογικών σκέψεων από μέρους τους.

Η μόνωση είναι η πιο πρωτόγονη «διανοητική» άμυνα και το βασικό στοιχείο της ψυχολογικής λειτουργίας μηχανισμών όπως η διανοητικοποίηση, η εκλογίκευση και η ηθικοποίηση.

Όταν η βασική άμυνα ενός ατόμου είναι η μόνωση και το πρότυπο ζωής του αντανακλά την υπερεκτίμηση της σκέψης και την υποτίμηση του συναισθήματος, τότε ο χαρακτήρας του αποκαλείται ψυχαναγκαστικός.

Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας

Η επιθετικότητα θεωρείται ως αντικοινωνική και ανεπιθύμητη συμπεριφορά σε πολλές κοινωνίες, για αυτό τα επιθετικά ή βίαια συναισθήματα οι άνθρωποι προσπαθούν να τα αποφύγουν. Ωστόσο, η υπόλοιπη ενέργεια οδηγεί σε τέτοια επιθετικότητα που είναι πιο δύσκολο να τη διαχειριστεί κάποιος, και ίσως να εκδηλώνεται με άλλες μορφές, όπως η παθητική επιθετικότητα. Ένα παθητικά επιθετικό άτομο ίσως να μην συνεργάζεται με τους άλλους για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ίσως να αγνοεί σκόπιμα κάποιον όταν του μιλά και ίσως να υιοθετεί μια αρνητική οπτική για την κατάσταση, όπως η δουλειά και όλα όσα την αφορούν (π.χ. τους συνεργάτες).

Το άτομο καταφεύγει σε τρόπους λειτουργίας, προσαρμογής και εκφράσεως προηγουμένων σταδίων της ανάπτυξης προκειμένου να αποφύγει άγχος που δημιουργείται από την τωρινή κατάσταση.

Χαρακτηριστικά: Συνήθως παλινδρόμηση σε στάδια που υπήρχε καθήλωση. Παθολογικό και φυσιολογικό φαινόμενο. 

Η παλινδρόμηση συμβαίνει όταν ένα άτομο επαναλαμβάνει κάποιες συμπεριφορές που εμφάνιζε σε μικρότερη ηλικία. Το στρες της ενήλικης ζωής και η ανησυχία ίσως να οδηγούν το άτομο στην αναζήτηση της άνεσης σε πράγματα με τα οποία νιώθει περισσότερη ασφάλεια και χαρά. Ίσως να συνεχίζει να τρώει γεύματα που έτρωγε ως παιδί, να βλέπει παλιές ταινίες και να συμπεριφέρεται χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεων του.

 

Η παλινδρόμηση είναι ένας σχετικά απλός μηχανισμός άμυνας, οικείος σε κάθε γονέα που έχει παρατηρήσει ότι το παιδί του υιοθετεί συνήθειες από ένα προηγούμενο στάδιο ωρίμανσης όταν νιώθει κουρασμένο ή πεινασμένο.

Σχεδόν κάθε άνθρωπος, όταν είναι αρκετά κουρασμένος, αρχίζει να γκρινιάζει. Η «φάση της επαναπροσέγγισης», που αποτελεί τμήμα της ευρύτερης διεργασίας του αποχωρισμού-εξατομίκευσης και που κατά τη Mahler είναι ένα πανανθρώπινο γνώρισμα της τελευταίας περιόδου του δεύτερου χρόνου της ζωής (όταν το νήπιο που, μόλις έχει εκδηλώσει την ανεξαρτησία από τη μητέρα, τρέχει ξανά πίσω και κρύβεται κάτω από τη φούστα της), συνιστά ένα μόνο παράδειγμα της τάσης των ανθρώπων να «γαντζώνονται» σε αυτό που τους είναι οικείο, αμέσως μετά την επίτευξη ενός νέου επιπέδου ικανότητας.

Ο ασθενής που τελικά καταφέρνει να συγκεντρώσει όλο του το θάρρος για τη δοκιμή ενός νέου τρόπου συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια νέα συμπεριφορά μέσα στη θεραπεία (για παράδειγμα, η έκφραση κριτικής ή θυμού προς το θεραπευτή, η εκμυστήρευση των φαντασιώσεων αυνανισμού, το αίτημά του να αναβάλει για κάποιο χρονικό διάστημα την πληρωμή των θεραπευτικών συνεδριών ή να αλλάξει τις ώρες των συναντήσεων, δείχνοντας περισσότερη διεκδικητικότητα από αυτήν που του επιτρεπόταν στην παιδική ηλικία), θα είναι ο ίδιος ασθενής ο οποίος στις επόμενες συνεδρίες θα επανέλθει σε προηγούμενες γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές του συνήθειες.

Δεν μιλούμε για παλινδρόμηση όταν έχουμε να κάνουμε με ένα άτομο το οποίο έχει επίγνωση της ανάγκης του για περισσότερη ζεστασιά και αναζητά στήριξη ή επιβεβαίωση ή όταν κάποιος αναζητά σκόπιμα έναν τρόπο για να απελευθερώσει τις πρωτόγονες ενορμήσεις του, λόγου χάρη, μέσω ανταγωνιστικών αθλημάτων. Για να χαρακτηριστεί ως μηχανισμός άμυνας, η διεργασία θα πρέπει να είναι ασυνείδητη.

Κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν την άμυνα της παλινδρόμησης πολύ πιο συχνά απ’ό,τι άλλοι. Για παράδειγμα, μερικοί αντιδρούν στο στρες της ανάπτυξης και της αλλαγής, εκδηλώνοντας κάποιες ασθένειες. Πολλοί άλλοι, αν και δεν εμφανίζουν μια συγκεκριμένη αρρώστια, μπορεί να αισθάνονται μεγάλη σωματική κατάπτωση και να παραμένουν κλινήρεις. Αυτή η διεργασία σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνειδητή (εάν είναι, τότε ορθώς ονομάζεται «προσποιητή ασθένεια») και μπορεί να προκαλέσει ψυχική οδύνη τόσο στο άτομο που παλινδρομεί όσο και στους γύρω του. Αυτό το είδος παλινδρόμησης, που ονομάζεται σωματοποίηση, αντιστέκεται συνήθως στην αλλαγή και η θεραπευτική της αντιμετώπιση αποτελεί μεγάλη πρόκληση.

Δεν πρέπει να εξάγεται βιαστικά ή απερίσκεπτα το συμπέρασμα ότι ένα άτομο που βιώνει σωματικό πόνο ή εξάντληση χρησιμοποιεί την άμυνα της παλινδρόμησης ως βασική αντίδραση στο συναισθηματικό στρες, αφού το στρες της ίδιας της ασθένειας θα προκαλέσει στον πάσχοντα μια αντίδραση παλινδρόμησης. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να αρρωστήσουν επειδή ασυνείδητα υποφέρουν από κατάθλιψη. Μπορεί όμως και να πέσουν σε κατάθλιψη επειδή είναι άρρωστοι. Έχει παρατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό ότι η σωματοποίηση και η υποχονδρίαση, καθώς και άλλα είδη παλινδρόμησης σε σχετικά άχρηστους και παιδιάστικους τρόπους αντιμετώπισης της ζωής είναι δυνατόν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του χαρακτήρα ενός ατόμου.

Όταν ένα άτομο χρησιμοποιεί την παλινδρόμηση ως την κύρια στρατηγική για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής του, τότε ο όρος με τον οποίο το χαρακτηρίζουμε είναι νηπιακή προσωπικότητα.

Το νεογέννητο αντιλαμβάνεται ως εσωτερική, τρόπον τινά, την πηγή όλων των γεγονότων που του συμβαίνουν. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι αν ένα βρέφος κρυώνει και το άτομο που το φροντίζει το αντιληφθεί και του προσφέρει ζεστασιά, τότε το βρέφος θα βιώσει μια προγλωσσική εμπειρία, στην οποία δίνει την ερμηνεία ότι με κάποιο μαγικό τρόπο έχει εξασφαλίσει ζεστασιά.

Η αίσθηση ενός ατόμου ότι έχει την ικανότητα να επηρεάσει τον κόσμο, ότι έχει δύναμη επιρροής, αποτελεί φυσικά μια κρίσιμη διάσταση της αυτοεκτίμησής του, η ύπαρξη της οποίας έχει τις ρίζες της στις βρεφικές και εξωπραγματικές αλλά φυσιολογικές για εκείνη την περίοδο φαντασιώσεις παντοδυναμίας.

Καθώς το παιδί ωριμάζει, αυτή η φαντασίωση δίνει τη θέση της σε μια φάση δευτερογενούς παντοδυναμίας, στην οποία ένα ή περισσότερα πρόσωπα που φροντίζουν το παιδί θεωρούνται από το ίδιο παντοδύναμα. Τελικά, καθώς το παιδί ωριμάζει περισσότερο, έρχεται αντιμέτωπο με το δυσάρεστο γεγονός ότι κανένα άτομο δεν έχει απεριόριστες δυνάμεις.

Κάθε υγιής ενήλικος που αναγνωρίζει ότι η δύναμη των ανθρώπων δεν είναι απεριόριστη θα πρέπει να έχει βιώσει με ασφάλεια την πρώιμη περίοδο της ζωής του, κατά την οποία απολάμβανε ελεύθερα τις φυσιολογικές, για το εξελικτικό του στάδιο, αυταπάτες αναφορικά τόσο με την παντοδυναμία του εαυτού του όσο και με την παντοδυναμία των ατόμων από τα οποία εξαρτιόταν άμεσα.

Ο καθένας από εμάς που «διαισθάνθηκε» ότι κάτι καλό θα συμβεί σε κάποιο τυχερό παιχνίδι και στη συνέχεια κέρδισε, γνωρίζει πόσο θελκτική είναι η αίσθηση του παντοδύναμου ελέγχου.

Εάν η προσωπικότητα ενός ατόμου είναι οργανωμένη γύρω από την αναζήτηση και την απόλαυση της αίσθησης ότι ασκεί αποτελεσματικά την παντοδυναμία του, και ότι όλα τα άλλα πρακτικά και ηθικά ζητήματα έχουν μόνο δευτερεύουσα σημασία, τότε εύλογα αυτή η προσωπικότητα μπορεί να θεωρηθεί ψυχοπαθητική.

Είναι συνηθισμένη η άποψη ότι οι περισσότεροι εγκληματίες είναι ψυχοπαθείς και το αντίστροφο. Παρ’όλα αυτά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχουν πολλά άτομα που, αν και σπάνια παραβιάζουν το νόμο, έχουν προσωπικότητα που καθοδηγείται από την άμυνα του παντοδύναμου ελέγχου. Η μελέτη του Bursten αναφέρει ότι αυτά τα άτομα προβαίνουν στο συνειδητό χειρισμό των άλλων προκειμένου να αποφύγουν το άγχος και να διατηρήσουν την αυτοεκτίμησή τους.

Μια βασική ενασχόληση αλλά και ευχαρίστηση των ατόμων με προσωπικότητα που κυριαρχείται από παντοδύναμο έλεγχο είναι «να τη φέρνουν» στους άλλους. Τέτοια άτομα συναντά κανείς σε επιχειρήσεις που απαιτούν δόλο, προσωπική κυριαρχία σε βάρος οποιουδήποτε άλλου ενδιαφέροντος και ανάληψη ριψοκίνδυνων εγχειρημάτων. Τα άτομα αυτά απαντώνται σε ηγετικούς ρόλους σε επιχειρήσεις και σε άλλους χώρους τέτοιου τύπου, καθώς και σε επαγγέλματα που έχουν σχέση με πωλήσεις, στους ηγέτες αιρέσεων και στις βιομηχανίες της διαφήμισης και της ψυχαγωγίας και οπουδήποτε αλλού υπάρχει μεγάλη πιθανότητα άσκησης ανελέητης εξουσίας.

Κάτι το εσωτερικό προβάλλεται στο περιβάλλον ως εξωτερικό.

Χαρακτηριστικά: Το άτομο βλέπει το περιβάλλον ως εχθρικό. Βασικός μηχανισμός ψυχώσεως κυρίως παρανοϊκών μορφών. Βιώνει παραλήρημα καταδιώξεως, ψευδαισθήσεις (ακουστικές, οπτικές) και παρατηρείται μία επίμονη αναφορά στον εαυτό.

Όταν νιώθουμε συναισθήματα ή επιθυμίες που μας προκαλούν άγχος ή δεν μπορούμε να αντιδράσουμε σε όσα αρνητικά συμβαίνουν γύρω μας ή στους ανθρώπους γύρω μας, ίσως το εγώ μας να αμύνεται στις ανησυχίες προβάλλοντας αυτές τις ιδέες σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Ένα άτομο που φοβάται να περάσει μια γέφυρα με ένα φίλο ίσως να λέει ότι αυτός φοβάται τα ύψη, για παράδειγμα, αποφεύγοντας να αποδεχτεί τη δική του αδυναμία. Στην ψυχοθεραπεία πολλές φορές οι θεραπευόμενοι προβάλλουν όσα νιώθουν στον ψυχοθεραπευτή τους.

ΠΡΟΒΟΛΗ, ΕΝΔΟΒΟΛΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΙΚΗ ΤΑΥΤΙΣΗ

Τόσο στην προβολή όσο και στην ενδοβολή δεν υπάρχει ψυχολογικό όριο ανάμεσα στον εαυτό του ατόμου και στον κόσμο που το περιβάλλει.

Ένα βρέφος που υποφέρει από κολικούς, είναι πιθανό να έχει την υποκειμενική εμπειρία του «τραύματος» και όχι την εμπειρία ότι «κάτι μέσα μου πονάει». Δεν μπορεί ακόμη να ξεχωρίσει έναν ενδογενή πόνο, όπως ο κολικός, από μια εξωγενώς προκαλούμενη δυσφορία, όπως είναι η πίεση από τις πολύ σφικτές πάνες.

Από την περίοδο της μη διαφοροποίησης προέρχονται οι διεργασίες οι οποίες αργότερα, στην αμυντική τους λειτουργία, είναι γνωστές ως προβολή και ενδοβολή.

Όταν αυτές οι διεργασίες λειτουργούν ταυτόχρονα, αποτελούν μια άμυνα που ονομάζεται προβολική ταύτιση (ή προβλητική ταύτιση).

Η προβολή είναι η διεργασία κατά την οποία ένα φαινόμενο με ενδογενή προέλευση παρερμηνεύεται από το άτομο και γίνεται αντιληπτό ως εξωγενές. Στις ήπιες και ώριμες μορφές της η προβολή αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. Δεδομένου ότι κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να μπει μέσα στο νου ενός άλλου ατόμου, είναι απαραίτητο να καταφύγουμε στην ικανότητά μας να προβάλουμε την εμπειρία μας προκειμένου να κατανοήσουμε τον υποκειμενικό κόσμο του άλλου. Είναι γνωστό ότι οι ερωτευμένοι διαβάζουν ο ένας τη σκέψη του άλλου με τρόπους που ούτε οι ίδιοι είναι σε θέση να εξηγήσουν λογικά.

Στις κακοήθεις μορφές της η προβολή επιφέρει επικίνδυνες παρανοήσεις και διαταραχές στις διαπροσωπικές σχέσεις. Όταν οι προβαλλόμενες στάσεις διαστρεβλώνουν σε μεγάλο βαθμό το αντικείμενο πάνω στο οποίο προβάλλονται, ή όταν αυτό που προβάλλεται απαρτίζεται από αποκηρυγμένα και πολύ αρνητικά τμήματα του ατόμου, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα. Οι άλλοι δυσανασχετούν με τις διαστρεβλώσεις που υφίσταται η εικόνα τους, και είναι πιθανό να αντιδράσουν έντονα επειδή θεωρούνται, για παράδειγμα, ότι επικρίνουν, ζηλεύουν ή καταδιώκουν το άτομο που πραγματοποιεί την προβολή.

Τέτοιου τύπου προβολές γίνονται συνήθως από άτομα που έχουν την τάση να αγνοούν την ύπαρξη αυτών των στοιχείων στον εαυτό τους και τα αποδίδουν σε άλλους. Όταν ένα άτομο χρησιμοποιεί την προβολή ως βασικό τρόπο κατανόησης του κόσμου και αντιμετώπισης της ζωής, τότε λέγεται ότι έχει παρανοϊκό χαρακτήρα.

Η ενδοβολή είναι η διεργασία κατά την οποία ένα εξωγενές φαινόμενο παρερμηνεύεται από το άτομο ως φαινόμενο με ενδογενή προέλευση. Στις ήπιες μορφές της η ενδοβολή ισοδυναμεί με μια πρωτόγονη ταύτιση του ατόμου με τα σημαντικά πρόσωπα που το περιβάλλουν. Τα μικρά παιδιά εσωτερικεύουν όλα τα είδη των στάσεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών των σημαντικών ανθρώπων της ζωής τους. Η διεργασία αυτή είναι τόσο ανεπαίσθητη ώστε μοιάζει σχεδόν μυστηριώδης. Πολύ προτού το παιδί είναι σε θέση να πάρει μια εκούσια απόφαση να φέρεται σαν τη μαμά ή τον μπαμπά, φαίνεται ότι έχει «καταπιεί» αυτά τα πρόσωπα με έναν πρωτόγονο τρόπο.

Το παιδί των τριών ετών που επιθυμεί να είναι «σαν τη μαμάκα» του ταυτίζεται μαζί της με έναν τρόπο που είναι πολύ λιγότερο πρωτόγονος σε σύγκριση με τον τρόπο που ακολουθεί το παιδί των δύο ετών, το οποίο απλώς προσλαμβάνει μέσα του τα χαρακτηριστικά της μαμάς του.

Τα πιο γνωστά και εντυπωσιακά παραδείγματα παθολογικής ενδοβολής εμπλέκουν μια διεργασία που ονομάζεται «ταύτιση με τον επιτιθέμενο». Τα συγκεκριμένα άτομα είναι σαν να λένε «Δεν είμαι το αβοήθητο θύμα. Είμαι ο ισχυρός επιβολέας».

Σε συνθήκες φόβου ή κακοποίησης οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν στο φόβο τους ταυτιζόμενοι με χαρακτηριστικά των κακοποιών τους. Συναντάται σε όλες τις διαγνωστικές κατηγορίες, αλλά είναι ιδιαίτερα εμφανής στη χαρακτηρολογική προδιάθεση προς το σαδισμό, την εκρηκτικότητα και προς αυτό που συχνά ονομάζεται λανθασμένα παρορμητικότητα.

Ένας διαφορετικός τρόπος με τον οποίο η ενδοβολή μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας έχει σχέση με το πένθος και την κατάθλιψη που απορρέει από αυτό. Εάν εξαιτίας ενός θανάτου, ενός αποχωρισμού ή μιας απόρριψης χάσουμε κάποιο από τα άτομα των οποίων την εικόνα είχαμε εσωτερικεύσει, δεν αισθανόμαστε μόνο ότι το περιβάλλον είναι φτωχότερο, λόγω της απουσίας τους από τη ζωή μας, αλλά και ότι ένα κομμάτι του εαυτού μας έχει πεθάνει.

Όταν αποφεύγεται η βίωση του πένθους, αρχίζει η ασυνείδητη αυτοκριτική. Εάν στόχος μας είναι να ξαναβρούμε τα χαμένα πρόσωπα και όχι να παραιτηθούμε από αυτά, τότε συχνά αναπτύσσουμε την έμμονη ιδέα να ανακαλύψουμε το λάθος που κάναμε και σπρώξαμε τους άλλους μακριά μας.

Επίσης, όταν ένα άτομο αδυνατεί με το πέρασμα του χρόνου να αποχωριστεί εσωτερικά από ένα αγαπημένο πρόσωπο, του οποίου την εικόνα έχει ενδοβάλει, και ως εκ τούτου αποτυγχάνει να επενδύσει συναισθηματικά σε άλλους ανθρώπους, τότε εξακολουθεί να αισθάνεται συρρικνωμένο, ανάξιο, εξαντλημένο και στερημένο.

Εάν ένα άτομο χρησιμοποιεί συνήθως την ενδοβολή για να μειώσει το άγχος του και να έχει την αίσθηση κάποιας συνέχειας στον εαυτό του, διατηρώντας ψυχολογικούς δεσμούς με αντικείμενα της πρώιμης ζωής του τα οποία τον απορρίπτουν, τότε σε χαρακτηρολογικό επίπεδο θεωρείται ότι είναι καταθλιπτικό.

Στην προβολική ταύτιση δε βλέπει μόνο ο ασθενής το θεραπευτή με παραποιημένο τρόπο, ο οποίος καθορίζεται από τις αντικειμενοτρόπες σχέσεις του ασθενή κατά το παρελθόν, αλλά, επιπρόσθετα, ο θεραπευτής πιέζεται να βιώσει τον εαυτό του με έναν τρόπο που βρίσκεται σε συμφωνία με την ασυνείδητη φαντασίωση του ασθενή.

Με άλλα λόγια, στην προβολική ταύτιση ο ασθενής αφενός προβάλλει εσωτερικά αντικείμενα σε ένα άλλο πρόσωπο, και αφετέρου πιστεύει ότι το πρόσωπο αυτό συμπεριφέρεται όπως εκείνα τα αντικείμενα, σαν να είχε κάνει τις ίδιες ενδοβολές.

Η προβολή και η ενδοβολή περιλαμβάνουν, η καθεμία τους, ένα συνεχές μορφών από το πιο πρωτόγονο μέχρι το πιο πολύπλοκο, και στο πρωτόγονο άκρο τους οι διεργασίες συγχωνεύονται μεταξύ τους, λόγω της παρόμοιας σύγχυσης που τις χαρακτηρίζει σχετικά με το τι βρίσκεται έξω από τον εαυτό και τι ανήκει σε αυτόν. Αυτή η συγχώνευση ονομάζεται προβολική ταύτιση.

Παράδειγμα με δύο διαφορετικούς ασθενείς:

Ασθενής Α: «Ξέρω ότι δεν έχω λόγο να πιστεύω ότι δεν είστε επικριτικός απέναντί μου, αλλά δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι είστε.»

Ασθενής Β: «Όλοι εσείς οι τρελόγιατροι κάθεστε αμίλητοι και κρίνετε τους άλλους, και δεν πιστεύω τίποτα από αυτά που λέτε.»

Ο ασθενής Β βιώνει αυτό που προβάλλεται ως μια πιστή απεικόνιση αυτού που σκέφτεται ο θεραπευτής. Η προβολή του είναι επομένως συντονική προς το Εγώ.

Είναι πεπεισμένος ότι ο ισχυρισμός του είναι τόσο αληθινός ώστε εκτοξεύει μια αντεπίθεση στην επίθεση που κατά την άποψή του είναι βέβαιο πως σχεδιάζει να εξαπολύσει ο θεραπευτής εναντίον του. Η συγχώνευση της γνωστικής, συναισθηματικής και συμπεριφορικής διάστασης της εμπειρίας είναι εμφανής σε αυτό το σημείο, και είναι τυπική των πρωτόγονων διεργασιών.

Την επικριτική στάση αφενός την προβάλλει στο θεραπευτή και αφετέρου τη διατηρεί. Αποδίδει μια επικριτική στάση στο άλλο πρόσωπο, αλλά αυτό δεν τον ανακουφίζει και δεν τον βοηθά να αποφύγει τη βίωση του εαυτού του με επικριτικό τρόπο. Γι’αυτή την πλευρά της προβολικής ταύτισης ο Kernberg αναφέρει ότι «διατηρεί την ενσυναίσθηση» με αυτό που έχει προβληθεί.

Διαφορές μεταξύ Α και Β ασθενή:

Ο Α έχει στην κατοχή του ένα τμήμα εαυτού που μπορεί να αντιλαμβάνεται ότι η φαντασίωσή του δεν είναι απαραίτητα εναρμονισμένη με την πραγματικότητα.

Ο Α μέσα από την προβολή αντιμετωπίζει το δυσάρεστο συναίσθημα και ανακουφίζεται.

Με τον Α μπορεί κανείς εύκολα να νιώσει συμπάθεια, ενώ με τον Β θα αρχίσει να νιώθει όπως ακριβώς το πρόσωπο που ο Β ήδη πιστεύει ότι είναι: αδιάφορος, άστοργος, επικριτικός κλπ.

Υπάρχουν και ήπιες μορφές προβολικής ταύτισης. Όταν αυτό που προβάλλεται και με το οποίο ταυτίζεται ένα άτομο σχετίζεται με συναισθήματα χαράς και αγάπης, τότε αυτό που μπορεί να συμβεί σε μια ομάδα για παράδειγμα είναι η μετάδοση θετικών συναισθημάτων.

Η αναμονή ενός πιθανού ψυχοπιεστικού γεγονότος είναι ένας τρόπος με τον οποίο ένα άτομο ίσως να προετοιμάζεται πνευματικά για μια διαδικασία. Η προσδοκία μπορεί να περιλαμβάνει πιθανά αποτελέσματα στο μυαλό κάποιου ή να λέει κάποιος στον εαυτό του ότι τα πράγματα δεν θα πάνε τόσο άσχημα όσα φαντάζεται. Ένα άτομο που φοβάται τον οδοντίατρο ίσως να αναμένει από το ραντεβού με το γιατρό ότι απλά θα κάνει ένα σφράγισμα και ότι η διαδικασία θα τελειώσει μέσα σε λίγα λεπτά, και να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι το έχει ξανακάνει χωρίς κανένα πρόβλημα.

Η ταπεινοφροσύνη σημαίνει ότι μειώνεται τις προσδοκίες σας και τη σημασία του εαυτού σας, θυσιάζεται την περηφάνια σας και συχνά επικεντρώνεστε στους άλλους. Με την ταπεινοφροσύνη μπορούμε να διαχειριστούμε ειρηνικά τις διαφωνίες και να ενθαρρύνουμε τη συνεργασία με τους ανθρώπους γύρω μας. Για παράδειγμα, κάποιος που υπερηφανεύεται για τις ικανότητές του ίσως να δείχνει ταπεινοφροσύνη όταν προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα δύσκολο έργο. Ίσως αυτό να ενθαρρύνει τους άλλους να συμμετέχουν και να βοηθήσουν σε αυτό.

Όπως και άλλες ώριμες αμυντικές διεργασίες, η ταύτιση είναι μια φυσιολογική διάσταση της ψυχικής εξέλιξης και καθίσταται προβληματική μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.

Ο Freud υπέθεσε ότι πολλές ενέργειες ταύτισης περιέχουν στοιχεία άμεσης πρόσληψης αυτού για το οποίο το άτομο τρέφει συναισθήματα αγάπης, καθώς και ένα αμυντικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο το άτομο γίνεται αυτό που φοβάται.

Οι ψυχαναλυτές χρησιμοποιούν τον όρο «ταύτιση» για να δηλώσουν ένα ώριμο επίπεδο εμπρόθετης, αν και εν μέρει ασυνείδητης, τάσης του ατόμου να γίνει ένα άλλο πρόσωπο. Αυτή η ικανότητα εξελίσσεται – από τις πρώιμες βρεφικές μορφές της ενδοβολής και της καταβρόχθισης του άλλου προσώπου – σε πιο λεπτές, διαφοροποιημένες και εκούσιες διεργασίες επιλεκτικής πρόσληψης των χαρακτηριστικών του αντικειμένου της ταύτισης. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι οι δυνατότητες για ταύτιση εξελίσσονται και τροποποιούνται σε όλη τη διάρκεια της ζωής και αποτελούν τη συναισθηματική βάση της ψυχολογικής ανάπτυξης και αλλαγής.

Στην πραγματικότητα, η ευκαιρία που παρέχουν οι στενές συναισθηματικές σχέσεις για αμοιβαίες εποικοδομητικές ταυτίσεις είναι και ο λόγος που οι αναλυτές τις θεωρούν σημαντικές. Όπως η πρωτόγονη προβολή μετασχηματίζεται – κατά τη διάρκεια της ζωής ενός συναισθηματικά υγιούς ατόμου – σε μια σταδιακά μεγαλύτερη ικανότητα ενσυναίσθησης, έτσι και οι αρχαϊκές μορφές της ταύτισης σταδιακά μεταλλάσσονται σε πιο εκλεπτυσμένους τρόπους εμπλουτισμού του εαυτού με την αφομοίωση των χαρακτηριστικών των άλλων που συνιστούν αντικείμενο θαυμασμού. (οιδιπόδειο – αμυντική ταύτιση)

Η ταύτιση είναι από τη φύση της μια ουδέτερη διεργασία που μπορεί να έχει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα ανάλογα με το αντικείμενο της. Βασική θέση στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας κατέχει η αναθεώρηση των προβληματικών ταυτίσεων που έγιναν αυτόματα, και που την περίοδο κατά την οποία δημιουργήθηκαν έλυσαν ένα ζωτικό πρόβλημα του παιδιού, αλλά που όταν εμφανίστηκαν στο παρόν προκαλούν συγκρούσεις στο ενήλικο άτομο.

Επειδή η ταύτιση μπορεί να αποτελέσει πανάκεια για όλα τα σύνθετα προβλήματα της ζωής, είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται συχνότερα ως άμυνα όταν υπάρχει συναισθηματική πίεση, και ιδιαίτερα όταν αυτή τραυματίζει την εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Ο θάνατος ή η απώλεια μπορούν να υποκινήσουν στο άτομο τη διεργασία της ταύτισης με το απόν αντικείμενο αγάπης και, αργότερα, με εκείνους που το αντικαθιστούν στο συναισθηματικό του κόσμο. Η λαχτάρα των εφήβων να βρουν ήρωες, τους οποίους θα έχουν πρότυπα στην προσπάθειά τους να επιλύσουν τις πολύπλοκες απαιτήσεις της ενήλικης ζωής, είναι γνωστή εδώ και αιώνες.

Τα άτομα που υποφέρουν από σύγχυση ταυτότητας είναι σαφές ότι διατρέχουν κίνδυνο, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει οποιοσδήποτε έχει μελετήσει τη λατρευτική συμπεριφορά που επιδεικνύουν τα μέλη των αιρέσεων. Η εμπειρία του προσηλυτισμού ενέχει σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της αμυντικής ταύτισης.

Αλλά ακόμα και αρκετά υγιή άτομα που παρουσιάζουν μερική διαταραχή της ταυτότητας, όπως μια υστερικά οργανωμένη γυναίκα που βιώνει ασυνείδητα συναισθήματα ότι το φύλο της έχει πρόβλημα, μπορεί να ταυτιστούν με κάποιον στο περιβάλλον τους για τον οποίο έχουν σχηματίσει την εντύπωση ότι μπορεί να χειρίζεται καλύτερα τις δυσκολίες της ζωής.

Η ικανότητα των ανθρώπων να ταυτίζονται με νέα αντικείμενα αγάπης είναι ίσως ο κύριος μοχλός με τη βοήθεια του οποίου αναρρώνουν από την ψυχική οδύνη, αλλά και το κύριο μέσο με το οποίο η ψυχοθεραπεία κάθε τύπου επιτυγχάνει την αλλαγή.

Η έρευνα γύρω από τη θεραπευτική διαδικασία έχει κατ’επανάληψη επιβεβαιώσει ότι η συναισθηματική ποιότητα της σχέσης ανάμεσα στο θεραπευτή και τον ασθενή σχετίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό με το ψυχοθεραπευτικό αποτέλεσμα από ό,τι άλλοι συναφείς παράγοντες.

Ένα άτομο που αλλάζει συνεχώς σχολεία ή χώρες, ξεκινά μια νέα δουλειά ή μπαίνει σε ένα καινούργιο κοινωνικό κύκλο ίσως να υιοθετεί συμπεριφορές των συμμαθητών, των γειτόνων, των συνεργατών ή άλλων ανθρώπων από τους οποίους αποζητά την αποδοχή, για παράδειγμα, θέλει να αποφύγει την απόρριψη από τους νέους συμμαθητές.

Σύμφωνα με τον Φρόυντ και την ιδέα του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος, ένα παιδί ίσως να νιώθει πικρία για τον πατέρα του αν τον ανταγωνίζεται για την αγάπη της μητέρας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άγχος του ευνουχισμού, ένα παράλογο φόβο που στρέφεται προς τον πατέρα. Για να ηρεμήσουμε ένα άτομο που μας νιώθει ως απειλή, ίσως να μιμούμαστε τη συμπεριφορά του. Με την υιοθέτηση των τρόπων συμπεριφοράς, τις εκφράσεις ή τον τρόπο έκφρασης ενός ατόμου αντικατοπτρίζονται τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του , και έτσι ένα άτομο μπορεί να προσπαθεί να ηρεμήσει ένα άλλο.

Ένα άτομο που αλλάζει συνεχώς σχολεία ή χώρες, ξεκινά μια νέα δουλειά ή μπαίνει σε ένα καινούργιο κοινωνικό κύκλο ίσως να υιοθετεί συμπεριφορές των συμμαθητών, των γειτόνων, των συνεργατών ή άλλων ανθρώπων από τους οποίους αποζητά την αποδοχή, για παράδειγμα, θέλει να αποφύγει την απόρριψη από τους νέους συμμαθητές.

Προφανώς, η σεξουαλικότητα είναι ένα ισχυρό δυναμικό στοιχείο στην ανθρώπινη φύση, και μεγάλο μέρος της σεξουαλικής συμπεριφοράς των ανθρώπων αναλώνεται στην άμεση έκφραση της ανάγκης για αναπαραγωγή του είδους.

Η κλινική εμπειρία και τα ερευνητικά ευρήματα στις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά την εργασία του Freud , έχουν δείξει σε ποια έκταση η σεξουαλική δραστηριότητα και οι φαντασιώσεις χρησιμοποιούνται με αμυντικό τρόπο για την καθυπόταξη του άγχους, τη διασφάλιση της αυτοεκτίμησης, την αντιστάθμιση της ντροπής ή την απόσπαση της προσοχής του ατόμου από μια αίσθηση εσωτερικής απονέκρωσης.

Η σεξουαλική διέγερση είναι ένα αξιόπιστο μέσο για να αισθάνεται κανείς ζωντανός. Ένα παιδί μπορεί να κυριαρχήσει στο φόβο του για το θάνατο – λόγω εγκατάλειψης, κακοποίησης ή κάποιας άλλης φοβερής καταστροφής – μετατρέποντας μια τραυματική κατάσταση σε μια άλλη που επιβεβαιώνει τη ζωή.

Η εργασία του Stoller (1975) με μαζοχιστές (άτομα που αναφέρουν την ανάγκη να βιώνουν πόνο προκειμένου να ικανοποιηθούν ερωτικά) αποκάλυψε ότι ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς είχαν υποστεί επώδυνες ιατρικές επεμβάσεις στην παιδική τους ηλικία.

Οι περισσότεροι από εμάς χρησιμοποιούμε τη σεξουαλική επένδυση, έως ένα βαθμό, για να αντιμετωπίσουμε και να ωραιοποιήσουμε προβληματικές πτυχές της ζωής μας.

Υπάρχουν αρκετές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν τη σεξουαλική επένδυση τα δύο φύλα. Για παράδειγμα, οι γυναίκες τείνουν να επενδύουν σεξουαλικά την εξάρτηση, ενώ οι άνδρες την επιθετικότητα. Μερικοί άνθρωποι επενδύουν σεξουαλικά τα χρήματα, κάποιοι τη βρομιά, άλλοι την ισχύ και ούτω καθεξής.

Η τάση των ανθρώπων να ερωτικοποιούν την αντίδρασή τους σε οποιονδήποτε κατέχει ανώτερη δύναμη μπορεί να εξηγήσει γιατί οι πολιτικοί και άλλοι διάσημοι συνήθως κατακλύζονται με σεξουαλικά διαθέσιμους θαυμαστές.

Τα άτομα τα οποία δεν κατέχουν ισχυρές θέσεις συχνά μετατρέπουν το φθόνο, την εχθρότητα και το φόβο της κακομεταχείρισης σε ένα σεξουαλικό σενάριο όπου αντισταθμίζουν την έλλειψη κοινωνικής δύναμης με μια έντονη προσωπική ερωτική δύναμη.

Η σεξουαλική επένδυση δεν είναι εγγενώς προβληματική ή καταστροφική. Οι προσωπικές σεξουαλικές φαντασιώσεις των ανθρώπων, τα πρότυπα αντίδρασης και οι πρακτικές είναι κατά πάσα πιθανότητα περισσότερο ιδιοσυγκρασιακές από ό,τι όλες σχεδόν οι άλλες πλευρές της ζωής τους. Αυτό που διεγείρει ερωτικά ένα άτομο μπορεί να αφήνει εντελώς αδιάφορο κάποιο άλλο. Εάν επενδύσω σεξουαλικά την εμπειρία τού να μου φτιάχνει κάποιος τα μαλλιά (ακόμη και αν η γένεση αυτής της συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία ήταν μια αμυντική σεξουαλική επένδυση του απότομου τραβήγματος των μαλλιών μου από τη μητέρα μου) και ο ερωτικός μου σύντροφος αρέσκεται να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, δεν χρειάζεται να κάνω ψυχοθεραπεία γι’αυτό. Αν όμως επενδύσω σεξουαλικά την εμπειρία του εκφοβισμού μου από άνδρες που κακοποιούν και έχω βιώσει κατ’επανάληψη σχέσεις με άνδρες που με δέρνουν, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναζητήσω βοήθεια.

Επιθετικές διαθέσεις αντί να εξωτερικευθούν, επειδή αυτό είναι επικίνδυνο, στρέφονται εναντίον του ίδιου του ατόμου.

Χαρακτηριστικά: Σε κατάθλιψη. Ταύτιση με αντικείμενο εχθρικών διαθέσεων.

ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ

Η έννοια υποδηλώνει την αλλαγή της κατεύθυνσης ενός αρνητικού συναισθήματος ή στάσης από ένα εξωτερικό αντικείμενο προς τον εαυτό. Όταν ένα άτομο έχει επικριτική στάση απέναντι σε ένα πρόσωπο εξουσίας, από την καλή θέληση του οποίου εξαρτάται η ασφάλειά του, και θεωρήσει ότι αυτό το πρόσωπο δεν μπορεί να αντέξει την κριτική, τότε το επικριτικό άτομο θα νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια εάν στρέψει την κριτική του προς τον εαυτό του.

Παράδειγμα τα παιδιά που «επιλέγουν» να γίνουν καλύτερα για να κερδίσουν την αγάπη και στοργή των γονιών τους όταν τη στερούνται ή για να μην τη χάσουν όταν απειλούνται με το χωρισμό των γονιών τους. (Η επιθετικότητα προς τους γονείς στρέφεται στον εαυτό τους.)

Η στροφή της επιθετικότητας ενάντια στον εαυτό είναι μια γνωστή άμυνα που χαρακτηρίζει υγιέστερους ψυχικά ανθρώπους, οι οποίοι αναγνωρίζουν και αντιστέκονται στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν το μηχανισμό της άρνησης ή της προβολής σε δυσάρεστες καταστάσεις. Προτιμούν να πλανώνται πιστεύοντας ότι το πρόβλημα έχει δημιουργηθεί από δικό τους φταίξιμο και όχι εξαιτίας κάποιου άλλου ατόμου. Η αυτόματη και ψυχαναγκαστική χρήση αυτής της άμυνας είναι διαδεδομένη σε άτομα με καταθλιπτική προσωπικότητα και σε μερικούς τύπους χαρακτηρολογικού μαζοχισμού.

Με το μηχανισμό αυτό σκέψη ή επιθυμία που δημιουργεί ψυχο-σύγκρουση εκφράζεται συμβολικά.

Χαρακτηριστικά: Θεωρείται βασικός τρόπος εκφράσεως του ασυνείδητου (όνειρα, συμπτώματα, ευδαισθήσεις).

Η σωματοποίηση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που συμβαίνει όταν οι εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στην ταυτότητα, το εγώ και το υπερεγώ παίρνουν σωματικά χαρακτηριστικά.

Ο Τζόσεφ Μπρούερ, ένας συνεργάτης του Φρόυντ, παρατήρησε ότι αυτή είναι η περίπτωση της Άννας Ο, που ζήτησε βοήθεια για την υστερία. Ο Μπρούερ ανακάλυψε ότι η ανησυχίες της Άννας ήταν αποτέλεσμα τραυματικών γεγονότων που είχε καταστείλει μέσα της, αλλά αργότερα εκδηλώθηκαν σωματικά. Για παράδειγμα,  ένιωθε παράλυση στην μία πλευρά, την οποία ο Μπρούερ συνέδεσε με ένα όνειρο που έβλεπε τον εαυτό της παράλυτο ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από ένα φίδι και τον κλινήρη πατέρα της.

Όταν η ζωή μοιάζει βαρετή ή τρομακτική, οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν τη φαντασία τους ως ένα τρόπο απόδρασης από την πραγματικότητα. Ίσως να φαντάζονται ότι κερδίζουν το λαχείο ή ότι η ζωή τους αλλάζει προς το καλύτερο με κάποιο τρόπο. Η φαντασία μας βοηθά να εξερευνήσουμε εναλλακτικές λύσεις σε καταστάσεις που μας κάνουν δυστυχισμένους αλλά οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες μπορεί να μας οδηγήσουν σε αποκοπή από την πραγματικότητα ή να μας κάνουν αναλάβουμε δράση για τη βελτίωση της ζωής μας.

Το χιούμορ αποτελεί έναν ώριμο αμυντικό μηχανισμό , μια προσαρμοστική τεχνική που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε την ένταση ή ψυχοπιεστικές καταστάσεις. Ψάχνουμε να βρούμε την αστεία πλευρά σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχουμε και αυτό μας ενθαρρύνει, μπορεί ακόμη  να είναι μια αλτρουιστική πράξη που βοηθά τους άλλους.

Το χιούμορ επιτρέπει στο άτομο να εκφράσει ιδέες και καταστάσεις που προκαλούν άγχος.

Ψυχολογικοί Αμυντικοί Μηχανισμοί

Επίλογος

Οι στόχοι της αναλυτικής θεραπείας περιλαμβάνουν την κατανόηση όλων των πτυχών του εαυτού, ακόμη και των πλέον πρωτόγονων και ενοχλητικών, την ανάπτυξη της συμπάθειας για τον εαυτό μας (και τους άλλους, καθώς προοδευτικά μειώνεται η ανάγκη να προβάλλουμε και να μεταθέτουμε στους άλλους τα δικά μας αρνητικά και αποκηρυγμένα προσωπικά χαρακτηριστικά) και τη διεύρυνση της ελευθερίας μας για την επίλυση παλαιών συγκρούσεων με νέους τρόπους.

Το πώς υποφέρει ένα άτομο αντικατοπτρίζει την οργάνωση της προσωπικότητάς του. Επίσης, το πώς ένας θεραπευτής θα μπορέσει να συμβάλει στην ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο προϋποθέτει ευαισθησία για τις ατομικές διαφορές. Τόσο ο κάκτος όσο και ο κισσός θα μεγαλώσουν όταν τους παρέχουμε νερό και φως, αλλά ο κηπουρός που δεν εκτιμά τις διαφορές των δύο φυτών δεν θα τα βοηθήσει να φτάσουν σε πλήρη άνθηση.

Η αναγνώριση της ποικιλομορφίας του βασικού χαρακτήρα των ανθρώπων είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο για τη διεξαγωγή αποτελεσματικής ψυχοθεραπείας, είτε το πρόβλημα έχει τις ρίζες του στο χαρακτήρα είτε όχι.

Όλοι διακατεχόμαστε από ισχυρούς παιδικούς φόβους και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τα οποία χειριζόμαστε με τις καλύτερες στρατηγικές άμυνας που έχουμε κάθε φορά στη διάθεσή μας. Αυτές τις μεθόδους αντιμετώπισης τις διατηρούμε, καθώς, με το πέρασμα του χρόνου, νέες απαιτήσεις αντικαθιστούν τα σενάρια της ζωής μας. Το αντικείμενο μιας ευαίσθητης ψυχολογικής διάγνωσης δεν είναι η αξιολόγηση του πόσο «άρρωστος» είναι κάποιος, ούτε ο καθορισμός του είδους των ανθρώπων που υπερβαίνουν το όριο αυτού που ορίζεται κοινωνικά ως φυσιολογικό. Είναι η κατανόηση της ιδιαιτερότητας του ψυχικού πόνου και των χαρισμάτων κάθε ατόμου, ώστε ο θεραπευτής να είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο και να ενισχύσει το άτομο.

trees, faces, dialogue-6361892.jpg

Πηγές:
www.papapan.gr
Dr. Αριστοτέλης Βάθης
Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής, 

Κατερίνα Γαστεράτου
Ψυχολόγος (ΜΑ) - Ψυχοθεραπεύτρια

Κλείστε ένα Ραντεβού

Προγραμματίστε ένα Ραντεβού. Επιλέξτε Ημερομηνία και ώρα που σας εξυπηρετεί καλύτερα. Δώστε τα σωστά σοιχεία στην φόρμα και θα σας ειδοποιήσουμε άμεσα για επιβεβαίωση και επικύρωση του ραντεβού σας.

Κλείστε ένα Ραντεβού

Προγραμματίστε ένα Ραντεβού. Επιλέξτε Ημερομηνία και ώρα που σας εξυπηρετεί καλύτερα. Δώστε τα σωστά σοιχεία στην φόρμα και θα σας ειδοποιήσουμε άμεσα για επιβεβαίωση και επικύρωση του ραντεβού σας.
Πατήστε οπουδήποτε στην εικόνα...